Ιερά Μητρόπολις Κω και Νισύρου

Παρουσίαση τοῦ βιβλίου "Ἀρχαῖα ἐπιβιώματα στὰ νεοελληνικὰ δημοτικὰ τραγούδια"

Πέμπτη, 30 Απρίλιος 2015

Τὸ κείμενο ποὺ ἀκολουθεῖ ἀποτελεῖ ἐπεξεργασμένη μορφὴ τῆς παρουσίασης τοῦ βιβλίου τῆς κ. Χαρᾶς Κοσεγιὰν μὲ τίτλο «ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΒΙΩΜΑΤΑ ΣΤΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΑ ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ. Συμβολὴ στὴν ἔρευνα μέσα ἀπὸ τὸ παράδειγμα –κυρίως- τῶν Παραδοσιακῶν Τραγουδιῶν τῆς Καρπάθου» (ΚΕΝΤΡΟ ΚΑΡΠΑΘΙΑΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ ΣΕΙΡΑ ΑΥΤΟΤΕΛΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΑΡ. 5, Ἐκδόσεις Παπαζήση, Ἀθήνα, 2010), ἡ ὁποία πραγματοποιήθηκε ἀπὸ τὸν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Κώου καὶ Νισύρου κ. Ναθαναὴλ σὲ ἐκδήλωση ποὺ διοργάνωσε ὁ Πνευματικὸς Ὅμιλος Κώων «Φιλητᾶς» στὸ Πολύκεντρο Θαλασσινοῦ στὶς 6 Νοεμβρίου 2013.

Ἀγαπητοί μου,
Μὲ ξεχωριστὴ χαρὰ ἀποδέχθηκα τὴν πρόφρονα πρόσκληση τοῦ Πνευματικοῦ Ὁμίλου Κώων «ΦΙΛΗΤΑΣ» νὰ παρουσιάσω τὸ ἔργο «ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΒΙΩΜΑΤΑ ΣΤΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΑ ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ. Συμβολὴ στὴν ἔρευνα μέσα ἀπὸ τὸ παράδειγμα –κυρίως- τῶν Παραδοσιακῶν Τραγουδιῶν τῆς Καρπάθου» τῆς κ. Χαρᾶς Κοσεγιάν, τῆς ἀγαπητῆς Χαρᾶς, στὴ σημερινὴ ἐκδήλωση.

Νομίζω ὅτι θὰ μποροῦσαμε νὰ ξεκινήσουμε μὲ μία διαπίστωση, ἡ ὁποία γιὰ τοὺς εἰδικούς, ἀλλὰ ὄχι καὶ γιὰ ἐμᾶς τοὺς ὑπολοίπους, εἶναι αὐτονόητη: πολλὰ νεοελληνικὰ δημοτικὰ τραγούδια ἀντλοῦν τὰ θέματά τους ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους χρόνους καὶ μᾶς μεταφέρουν ὁλοζώντανες ἐπιβιώσεις τοῦ ἀρχαιοελληνικοῦ κόσμου.
Ἡ διαπίστωση αὐτὴ τῶν εἰδικῶν μελετητῶν εἶναι ἰδιαίτερα σημαντική, ὥστε νὰ θεμελιώσουμε τὴν πίστη μας στὴν ἱστορικὴ συνέχεια τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ. Οἱ ἀδιόρατες, ἀλλὰ ὑπαρκτές, διαδρομὲς τῆς παράδοσης μᾶς προσφέρουν ἄφθονο, πρωτογενὲς καὶ ἀνεπηρέαστο ἀπὸ ἐξωτερικοὺς παράγοντες ὑλικὸ μελέτης μὲ τὴ βοήθεια τοῦ ὁποίου καταδεικνύεται ὡς αὐτονόητο γιὰ ἐμᾶς, ἀλλὰ ὄχι γιὰ ὅλους, αὐτὸ ποὺ ἤδη ἀναφέραμε: ἡ ἀδιάσπαστη ἱστορικὴ συνέχεια τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ καὶ ἡ ἑνότητα τοῦ ἀρχαιοελληνικοῦ μὲ τὸν σύγχρονο πολιτισμό. Στὸ σημεῖο αὐτὸ πρέπει νὰ τονίσω ὅτι ὅταν χρησιμοποιῶ τὴ λέξη πολιτισμὸς δὲν ἀναφέρομαι στὴν παραγωγὴ ἔργων, ποὺ παραμένουν ξένα πρὸς τὴν παράδοσή μας, ἀλλὰ στὴν πολιτιστικὴ συνείδηση μὲ τὴν ὁποία ζυμώθηκε, μεγάλωσε, ἔζησε καὶ πέθανε ὁ λαός μας, στὸ χωριό, στὸ νησί, στὴν οἰκογένεια, στὴν ἐνορία, στὴ χαρὰ καὶ στὴ λύπη, στὴ ζωὴ καὶ στὸ θάνατο.

Εὔκολα μπορεῖ ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς νὰ συνειδητοποιήσει τὴ σπουδαιότητα μιᾶς τέτοιας παραδοχῆς, ἰδιαίτερα σήμερα ποὺ ἡ ἀμφισβήτηση, μέσα καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν πατρίδα μας, κινδυνεύει νὰ ὑπερκεράσει τὴν ἐπιστημονικὴ βεβαιότητα σχετικὰ μὲ τὴν ἀδιάσπαστη συνέχεια τῆς ἱστορικῆς πορείας τοῦ λαοῦ μας καὶ νὰ μᾶς κάνει νὰ ἀπεμπολήσουμε ὅ,τι μᾶς ἀνήκει. Πρόκειται γιὰ βεβαιότητα, ἡ ὁποία δηλώνεται σαφέστατα μέσα ἀπὸ πλῆθος ὁδῶν, μία ἀπὸ τὶς ὁποῖες εἶναι καὶ ἡ ὁδὸς τῆς λαογραφικῆς καταγραφῆς καὶ μελέτης.

Ἀκόμη καὶ ἂν δὲν ἀποδεχθοῦμε τὴν ἔννοια τῆς «συλλογικῆς μνήμης» μὲ τὴν ἔννοια ποὺ τὴν ἀντιλαμβάνεται ὁ ἁπλὸς κόσμος ὅταν ἀκούει στὴν τηλεόραση καὶ στὸ ραδιόφωνο ἢ διαβάζει σὲ ἔντυπα καὶ στὸ διαδίκτυο ὅτι «τὸ ἕνα ἢ τὸ ἄλλο στοιχεῖο ὑπάρχουν ἢ ἔχουν ἐνσωματωθεῖ στὸ DNA τοῦ λαοῦ μας», δηλαδὴ μὲ τὴν ἔννοια τῆς μετατροπῆς μιᾶς σειρᾶς ἀπὸ ἐπίκτητες πληροφορίες καὶ συνήθειες σὲ ἐγγενεῖς, εἶναι σαφὲς ὅτι ἡ «συλλογικὴ μνήμη» ἀποτελεῖ ἕνα καίριο στοιχεῖο τῆς ἰδιοπροσωπίας κάθε λαοῦ καὶ ἐν προκειμένῳ τοῦ ἑλληνικοῦ.
Ἡ συγκρότηση αὐτῆς τῆς «συλλογικῆς μνήμης» γίνεται μὲ τὴ σταδιακὴ μεταφορὰ πληροφοριῶν ἀπὸ τὴ μία γενιὰ στὴν ἑπόμενη καὶ τὴν ἐνσωμάτωσή τους στὸ ἤδη ὑπάρχον ὑλικό.
Ἡ μεταφορὰ αὐτῶν τῶν πληροφοριῶν γίνεται σχεδὸν πάντοτε προφορικά, χωρὶς αὐτὸ νὰ ἀλλοιώνει τὴν ἀκρίβειά τους, ἀλλὰ μὲ τὸ πρόσθετο πλεονέκτημα ὅτι μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο διατηρεῖται ἡ ζωντάνια καὶ ἡ φρεσκάδα τους, καθὼς εὔκολα, κάθε νέα γενιά, ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ ἐπεξεργαστεῖ ἐκ νέου τὸ ὑλικό της καὶ νὰ τὸ προσαρμόσει στὶς νέες ἀνάγκες καὶ ἀπαιτήσεις κάθε ἐποχῆς.
Δὲ θὰ ἦταν ὑπερβολικὸ νὰ σημειώσουμε ὅτι αὐτὴ ἡ μεταφορά, ποὺ εἶναι ἐξίσου σημαντικὴ μὲ τὴν διάσωση μέχρι τὶς ἡμέρες μας τῶν γραπτῶν ἀριστουργημάτων τοῦ ἀρχαίου κόσμου, ἀνοίγει ἕνα παράθυρο στὸ παρελθόν. Ἕνα παράθυρο ποὺ μᾶς ἐπιτρέπει νὰ γνωρίσουμε τοὺς προγόνους μας καί, γιατὶ ὄχι, νὰ νιώσουμε τὸν παλμό τους.
Αὐτό, λοιπόν, τὸ παράθυρο προσπαθεῖ νὰ ἀνοίξει γιὰ ὅλους μας ἡ κ. Χαρὰ Κοσεγιάν, δόκιμη συγγραφέας καὶ ἐμβριθὴς ἐρευνήτρια.

Ἐπιτρέψτε μου νὰ ξεκινήσω τὴν παρουσίαση τοῦ ἔργου μὲ τὴν καταληκτικὴ εἰσαγωγικὴ παρατήρηση τῆς συγγραφέως, ἡ ὁποία σημειώνει ὅτι «τὰ παραδοσιακὰ τραγούδια τῆς Καρπάθου, διόλου δὲν ἀπέχουν ἀπὸ τὶς παρατηρήσεις ποὺ θὰ ἔκανε ὁ ὁποιοσδήποτε ἐρευνητὴς τῆς δημοτικῆς ποίησης ὁπουδήποτε στὴν Ἑλλάδα». Αὐτὴ ἡ διαπίστωση εἶναι πολλαπλῶς σημαντική: πρώτα γιατὶ ἔτσι ἡ συγκεκριμένη ἔρευνα μπορεῖ νὰ ἐνισχύσει τὴν ἐπιστημονικὴ λαογραφικὴ μελέτη ἀνὰ τὴν Ἑλλάδα, καθιστάμενη πρότυπο καὶ γιὰ ἄλλους ἐπιστήμονες. Ἔπειτα διότι καταδεικνύει τὴν ἑνότητα τοῦ χώρου τῆς πατρίδας μας, εἴτε ἀναφερόμαστε στὴν Κάρπαθο εἴτε στὸ Μοριὰ εἴτε στὴν Ἤπειρο καὶ στὴ Μακεδονία. Ἡ πορεία τῆς παράδοσης ἀπὸ τὸ παρελθὸν στὸ παρὸν εἶναι κοινὴ καὶ ἑνιαία.
Ἐπίσης, εἶναι σημαντικὴ διότι μᾶς προσφέρει τὴ δυνατότητα νὰ θεωρήσουμε δικά μας, ἀπὸ ὅποια περιοχὴ τῆς Ἑλλάδας καὶ ἂν καταγόμαστε, τὰ τραγούδια τῆς Καρπάθου καὶ τέλος, γιατὶ καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι δὲν ἔχει τόσο μεγάλη σημασία ἂν ἕνα κομμάτι τῆς πατρίδας μας βρίσκεται στὸ κέντρο, στὴν πρωτεύουσα ἢ σὲ μία ἀπομακρυσμένη περιοχή, ἀλλὰ τὸ ὅτι αὐτὸ τὸ κομμάτι διατηρεῖ τὴν ἱκανότητα νὰ παράγει πολιτισμό.

Χάρηκα ἰδιαίτερα διαπιστώνοντας ὅτι ἡ συγγραφέας ξεκίνησε τὴ μελέτη της ἀναφερόμενη στὰ ἀκριτικὰ ἔπη, τὰ ὁποῖα ἐπιβιώνουν μέχρι τὶς ἡμέρες μας, καὶ στὴν προέλευσή τους -τουλάχιστον ὅσον ἀφορᾶ τὸ μέτρο- ἀπὸ τὴν ὁμηρικὴ ποίηση. Αὐτὴ ἡ σύνδεση ἔφερε στὸ νοῦ μου τὴ συνήθεια πολλῶν μανάδων στὰ νησιά μας, οἱ ὁποῖες κοιμίζουν τὰ παιδιά τους μὲ νανουρίσματα ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὸν ἀκριτικὸ κύκλο. Ποιά ἰσχυρότερη μαρτυρία θὰ μποροῦσε νὰ ἀναζητήσει ὁ ἐρευνητὴς ἀπὸ αὐτὴ τὴν πρακτικὴ γιὰ νὰ ἀποδείξει τὴν ἐπιβίωση τῆς ὁμηρικῆς ποίησης μέχρι τὶς ἡμέρες μας μέσῳ τῶν ἀκριτικῶν τραγουδιῶν;
Μελέτησαν ἄραγε τὸν Ὅμηρο καὶ τὴ λοιπὴ ἀρχαία γραμματεία οἱ δημιουργοὶ τῶν νεοελληνικῶν δημοτικῶν τραγουδιῶν; Σαφῶς ὄχι! Οἱ κοινὲς μορφὲς καὶ τὸ κοινὸ περιεχόμενο ἐπιβιώνουν χάρη στὴν προφορικὴ μεταβίβασή τους ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά. Μιὰ ἐνδιαφέρουσα πτυχὴ αὐτῆς τῆς διαδικασίας εἶναι ὅτι μὲ τὸν ἴδιο τρόπο μεταβιβάστηκαν καὶ διασώθηκαν οἱ φόρμες καὶ τὸ περιεχόμενο τῶν ἀρχαίων ἐπῶν καὶ κατὰ τὴν ἀρχαιότητα.

Ἕνα σημαντικὸ στοιχεῖο τῆς ἔρευνας, στὸ ὁποῖο ἤδη ἀναφερθήκαμε, εἶναι ἡ διαχρονικότητα τῶν δημοτικῶν τραγουδιῶν, ὅπως αὐτὴ παρουσιάζεται μέσα ἀπὸ τὸ ἐπικὸ τραγούδι «Τῆς Ἁρπαγῆς», ἕνα τραγούδι ποὺ εἶναι ἰδιαίτερα ἀγαπητὸ στὴν Κάρπαθο καὶ διασώζεται σὲ πολλὲς παραλαγές. «Ὁ κόσμος στὸν ὁποῖο ὁ μύθος κινεῖται εἶναι εὔλογα ὁ κόσμος τῆς Ὁμηρικῆς Ἰλιάδας, οἱ ἀκρίτες, οἱ πολεμιστές, οἱ αἰχμάλωτοι-δοῦλοι, οἱ ἀντρεῖοι ποὺ δὲν λογαριάζουν τίποτα γιὰ τὴν τιμὴ μιᾶς γυναίκας, ἀλλὰ εἶναι καὶ ὁ κόσμος τῆς Ὀδύσσειας, ἡ γυναίκα ποὺ μένει πιστὴ στὸν ἄντρα της καὶ ἐκεῖνος δικαιοῦται νὰ τὴν ξανακερδίσει καὶ τὸ ἐπιτυγχάνει» μᾶς λέει ἡ συγγραφέας. Πράγματι, ὅλα αὐτὰ τὰ στοιχεῖα πείθουν γιὰ τὴν παλαιότητα τοῦ μύθου, γιὰ τὴν προχριστιανικὴ καταγωγὴ τῶν μορφῶν καί, ἐν τέλει, γιὰ τὴ διαχρονικότητα τοῦ τραγουδιοῦ.
Ἄλλο παράδειγμα διαχρονικότητας εἶναι τὸ ὀλυμπίτικο τραγούδι «τοῦ Μικροκωνσταντίνου», τὸ ὁποῖο μὲ τὸν τίτλο τοῦ «Πορφύρη» εἶναι διαδεδομένο σὲ ὁλόκληρο τὸν ἑλληνικὸ κόσμο. Οἱ ἀπαρχές του πρέπει νὰ προσδιοριστοῦν στὴν ἐποχὴ τῆς πατριαρχίας καὶ οἱ μύθοι ποὺ ἐμπεριέχει ἐκτείνονται ἀπὸ τὸν Ὅμηρο μέχρι τὸν Μεγάλο Ἀλέξανδρο, ἐνῶ ὁ πρωταγωνιστὴς ἐνδύεται ὀνόματα βυζαντινῶν ἡρώων καὶ φαντάζεται ὅτι ἐκπροσωπεῖ νεοέλληνες ἥρωες ἀπὸ τὸν Πόντο ὡς τὴν Κάρπαθο καὶ τὴν Κύπρο.

Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἐπιβάλλεται νὰ ἀναφερθοῦμε στὴν ἰδιαίτερα τιμητικὴ κριτικὴ τοῦ βιβλίου τῆς κ. Κοσεγιὰν στὸ 33ο Τεῦχος τοῦ περιοδικοῦ «Χοροστάσι» ἀπὸ τὸν Ὁμότιμο καθηγητὴ Λαογραφίας τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, κ. Μιχαὴλ Γ. Μερακλῆ, ὁ ὁποῖος, ἀνάμεσα στὶς πολλὲς ἀρετὲς τοῦ τόμου, ἐντοπίζει καὶ τὴν προβολὴ τῆς ἐθνικῆς καὶ πολιτισμικῆς συνέχειας τῆς πατρίδας μας, ἡ ὁποία ἰχνηλατεῖται σὲ αὐτόν.

Ἡ ἀναγνώριση, ὡς τεχνικὴ προωθήσεως τοῦ μύθου ἀποτελεῖ ἕνα οἰκεῖο, ἀγαπητὸ καὶ κοινὸ μοτίβο στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γραμματεία καὶ στὰ νεοελληνικὰ δημοτικὰ τραγούδια. Εὔκολα θὰ μποροῦσαμε νὰ θυμηθοῦμε μιὰ σειρὰ ἀπὸ ἀναγνωρίσεις ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα (π.χ. τοῦ Ὀδυσσέα, ἀπὸ τὸ σκύλο του, ἀπὸ τὴν παραμάνα του Εὐρύκλεια καί, φυσικά, ἀπὸ τὴ σύζυγό του, τὴν Πηνελόπη, ἀλλὰ καὶ τοῦ Ὀρέστη ἀπὸ τὴν Ἰφιγένεια) καὶ νὰ ἐντοπίσουμε τὰ ἀνάλογα στοιχεῖα στοὺς στίχους τῶν νεοελληνικῶν δημοτικῶν τραγουδιῶν. Τὸ σημαντικότατο στοιχεῖο τῆς ἀναγνώρισης ἐμπεριέχεται στὸ παραδοσιακὸ τραγούδι «τοῦ πραματευτῆ», στὸ ὁποῖο ἡ τραγικὴ διαδικασία τῆς ἀναγνώρισης ξεκινᾶ ἐνῶ πλησιάζει, ἀναπότρεπτος, ὁ θάνατος καὶ τῶν δύο (ὁ δεύτερος, αὐτὸς ποὺ μαχαίρωσε τὸν ἀδελφό του χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζει, αὐτοκτονεῖ, μὲ τὴ σκέψη ὅτι ἀφοῦ δὲν τοὺς ἕνωσε ἡ ζωὴ θὰ τοὺς ἑνώσει ὁ θάνατος). Μέσα σὲ ἕνα μελαγχολικὸ ὕφος ποὺ θυμίζει, ὅπως ὀρθὰ παρατηρεῖ ἡ συγγραφέας, περισσότερο Εὐριπίδη, παρὰ Ὅμηρο, διακρίνουμε ἀνάγλυφα τὰ ἴδια δραματικὰ στοιχεῖα ποὺ ἐντοπίζουμε καὶ στὶς ἀντίστοιχες περιγραφὲς ποὺ φτάνουν μέχρι τὶς ἡμέρες μας ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα.
Στὸ διαχρονικὸ μοτίβο τῆς ἀναγνωρίσεως μποροῦμε νὰ ἀναγάγουμε καὶ μία σειρὰ περιστατικῶν συναντήσεως ἀδελφῆς-ἀδελφοῦ, πατέρα-γιοῦ, μάνας-κόρης καὶ τῶν δύο συζύγων, τὰ ὁποῖα συναντῶνται στὸ νεοελληνικὸ δημοτικὸ τραγούδι, ἀλλὰ παραπέμπουν εὐθέως σὲ ἀφηγηματικὲς μορφὲς τῆς ἀρχαιότητας.

Μιὰ ἄλλη παράμετρος, ὄχι πολὺ γνωστή, ἡ ὁποία διαδραματίζει καθοριστικὸ ρόλο στὴν πορεία καὶ στὴν ἐξέλιξη τοῦ μύθου καὶ τὴν προβάλλει ἡ συγγραφέας εἶναι τὸ παιχνίδι ἀνάμεσα στὴ δύναμη καὶ στὴν ἀδυναμία. Κάποιο ἀπὸ τὰ πρόσωπα τοῦ μύθου, συνήθως μιὰ νεαρὴ κοπέλα, παίζει τὸ ρόλο τοῦ ἀδύνατου καὶ ἂν καὶ ἐπιθυμεῖ νὰ ἀποφύγει τὴ μοίρα της, τελικά, δὲν τὸ κατορθώνει. Καὶ σὲ αὐτὸ τὸ μοτίβο ἐντοπίζονται πολλὰ καὶ ἐνδιαφέροντα παράλληλα ἀνάμεσα στὴν ἀρχαιοελληνικὴ καὶ στὴ σύγχρονη γραμματεία.

Κορυφαῖο πρέπει νὰ χαρακτηριστεῖ τὸ μοτίβο τῆς ἀνδρείας, τὸ ὁποῖο κυριαρχεῖ ἀνάμεσα στὰ τραγούδια τοῦ ἀκριτικοῦ κύκλου, ἀλλὰ ταυτόχρονα κατέχει ἐξίσου σημαντικὴ θέση καὶ στὰ ὁμηρικὰ ἔπη. Ἡ συγγραφέας ἐντοπίζει καὶ καταγράφει πολλὰ κοινὰ στοιχεῖα. Ἀπὸ αὐτὰ θὰ ἀναφερθοῦμε μόνο στὴν πυκνὴ καὶ συχνὴ χρήση τῆς προσωπικῆς ἀντωνυμίας ἀπὸ τοὺς ἀνδρείους, οἱ ὁποῖοι ἔτσι προβάλλουν τὶς ἰδιαιτερότητές τους καὶ ξεχωρίζουν ἀπὸ τοὺς ἄλλους, τοὺς πολλούς, οἱ ὁποῖοι, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε, δὲν ἔχουν προσωπικότητα, εἶναι ἄνανδροι καὶ ἰσοπεδωμένοι. Ἡ παραβολὴ μπορεῖ νὰ γίνει ἀνάμεσα στὸ δημοτικὸ τραγούδι τοῦ Ἀνδρούτσου καὶ στὴ λεκτικὴ μονομαχία Ἀχιλλέα - Ἀγαμέμνονα στὴν πρώτη ραψωδία τῆς Ἰλιάδας. Ἀνάλογες ἀναφορὲς ἔχουμε καὶ σὲ ἄλλα δημοτικά, ὅπως τοῦ Πορφύρη καὶ τοῦ Μικροκωνσταντίνου. Μάλιστα, σὲ κάποιες περιπτώσεις, ὅπως στὸ ὀλυμπίτικο τραγούδι «τοῦ Καλομίρη ὁ γιός», ὁ λαϊκὸς ἥρωας εἶναι ἀνδρεῖος ἀπὸ τὰ γεννοφάσκια του, θυμίζοντάς μας τὸ νεογέννητο Ἡρακλῆ, ἀλλὰ καὶ τὸ νεαρὸ Θησέα ποὺ κατορθώνει νὰ πάρει τὰ ὅπλα τοῦ πατέρα του καὶ νὰ κινήσει νὰ τὸν συναντήσει ξεπερνώντας πλῆθος κινδύνων.

Ἐξαντλητικὴ παρουσίαση κάνει ἡ κ. Χαρὰ Κοσεγιὰν καὶ στό, τόσο ἀγαπητό, θέμα τῶν ζώων στὸ δημοτικὸ τραγούδι. Σὲ αὐτὴ τὴν ἑνότητα ἐξετάζονται οἱ ἐμφανίσεις τῶν ἀλόγων ὄντων καὶ ἡ συμπλοκή τους μὲ τὸ μαγικὸ στοιχεῖο, ἐνῶ ἐπιπλέον μᾶς προσφέρει καὶ μιὰ ἰδιαίτερη ἀνάλυση γιὰ τὴ λειτουργία καὶ τὸ συμβολισμὸ τῶν πουλιῶν –γενικότερα- καὶ τοῦ ἀετοῦ -εἰδικότερα. Ἀνάλογη παρουσίαση ἔχουμε γιὰ τὴ λοιπή φύση καὶ τὴ συμμετοχή της στὰ δρώμενα, μὲ ξεχωριστὴ ἀναφορὰ στὴ λειτουργία τῆς μηλιᾶς καὶ τοῦ καρποῦ της.

Ποιός ἀπὸ ἐμᾶς δὲν ἔχει διαβάσει στίχους δημοτικῶν τραγουδιῶν ποὺ νὰ ἀναφέρονται στὸ «δαχτυλίδι»;
Πρόκειται γιὰ ἀντικείμενο ποὺ διαδραματίζει καθοριστικὸ ρόλο στὴν προαγωγὴ τοῦ μύθου. Σημαντικότατο στοιχεῖο, μὲ ἰσχυρὸ πνευματικὸ συμβολισμό. Ἀποτελεῖ τὸ ὁρατὸ θεμέλιο τοῦ γάμου. Ὁ ρόλος του στὴ δημοτικὴ ποίηση ἀντιστρέφεται: ἀκριβῶς λόγῳ τῆς μεγάλης σημασίας του γιὰ τὴ ζωὴ τῶν ἡρώων γίνεται πρόσφορο ὄργανο ἐξαπάτησης τῶν ἴδιων ἢ ἄλλων. Ὡς μέσο ἀναγνώρισης, ἀλλὰ καὶ ὡς ὄργανο τῆς «μοίρας», καλῆς ἢ κακῆς -παρὰ τὴν ἀπόρριψη τῆς ἔννοιας τῆς μοίρας ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία, στὰ δημοτικὰ τραγούδια ἡ μοίρα παίζει καθοριστικὸ ρόλο- συναντᾶται στὴν ἀρχαιότητα σὲ πολλὲς περιπτώσεις, οἱ ὁποῖες ἐξετάζονται καταλεπτῶς στὸ ἔργο ποὺ σήμερα παρουσιάζουμε.

Πέρα ἀπὸ ὅλες αὐτὲς τὶς ἔμμεσες ἀναφορὲς ποὺ παραπέμπουν σὲ κοινά θέματα καὶ μορφὲς μὲ τὴν ἀρχαιότητα, ὑπάρχουν καὶ πολλὲς ἄμεσες παραπομπὲς στὴ μυθολογία. Ἀγαπημένα μυθολογικὰ στοιχεῖα ἀποτελοῦν οἱ Ἀμαζόνες, οἱ σειρῆνες, οἱ γυναῖκες ποὺ μὲ τὶς μαγικὲς ἱκανότητές τους παρασύρουν τοὺς ταξιδιῶτες. Συνηθισμένες εἶναι καὶ οἱ ἀναφορὲς σὲ μαγικὲς τεχνικὲς ποὺ ὁδηγοῦν στὴν ἐπιτυχία τῶν σκοπῶν αὐτῶν τῶν γυναικῶν.

Τὸ τρίπτυχο «ὕβρις – τίσις – νέμεσις», δηλαδὴ «ἀλαζονικὴ συμπεριφορὰ ἐκ μέρους τῶν ἀνθρώπων, ἐκδίκηση ἐκ μέρους τῶν θεῶν καὶ ἀποκατάσταση τῆς τάξεως μετὰ ἀπὸ τὴ δική τους παρέμβαση», καθὼς καὶ τὸ πρόβλημα τῆς ὑπερβάσεως τοῦ μέτρου ἀπὸ ἀδαεῖς καὶ ὑπερφύαλους θνητούς, οἱ ὁποῖοι κατὰ καιροὺς ἐπιχειροῦν μιὰ ἀνοίκεια σύγκριση μὲ τοὺς θεούς, ἀποτελοῦν βασικότατα στοιχεῖα τῆς ἀρχαιοελληνικῆς ἠθικῆς. Κανένας θνητός, οὔτε κἂν ὁ ἥλιος (θεϊκὸ ὄν κατὰ τοὺς ἀρχαίους), γιὰ νὰ θυμηθοῦμε τὸν Ἡράκλειτο, δὲν μπορεῖ νὰ ξεπεράσει κάποια ὅρια («Ἥλιος γὰρ οὐχ ὑπερβήσεται μέτρα• εἰ δὲ μή, Ἐρινύες μιν Δίκης ἐπίκουροι ἐξευρήσουσιν», Ἡράκλειτος «Περὶ Φύσεως» ἀπόσπασμα Β.94.). Ὅποιος δοκιμάσει νὰ κινηθεῖ ἀντίθετα πρὸς αὐτὴ τὴν κατεύθυνση θὰ βρεθεῖ ἀντιμέτωπος μὲ τὴν τιμωρία. Στὸ σφάλμα αὐτὸ ὑποκύπτουν συχνὰ καὶ οἱ ἥρωες τῶν νεοελληνικῶν δημοτικῶν τραγουδιῶν. Σχετικὰ παραδείγματα καταγράφονται ἀπὸ τὴ συγγραφέα τῆς μελέτης, ἡ ὁποία προσεγγίζει καὶ σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο τὴ διαχρονικὴ συνάφεια τοῦ προβλήματος τῆς ὑπερβολῆς καὶ τῆς ὑπέρβασης τῶν ὁρίων. Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ εἶναι τὸ τραγούδι «στὸν τσοπάνη καὶ τὸ χάρο» ὅπου ὁ νέος ἄνδρας ἀντιστέκεται στὸ θάνατο καὶ ὅταν τὸν νικᾶ ὁ Χάρος τοῦ χαρίζει τὴ ζωὴ μὲ μία βασικὴ προϋπόθεση: νὰ μὴν καυχηθεῖ ποτὲ γι᾿ αὐτὴ τὴ νίκη του. Τελικά, ὁ νεαρὸς βοσκὸς δὲν τηρεῖ τὴν ὑπόσχεσή του, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ χάσει τὴ ζωή του.

Μὲ αὐτὴ τὴν παρατήρηση, φθάνουμε στὸ θέμα τοῦ θανάτου καὶ τοῦ Χάρου. Οἱ σχετικὲς ἐπιβιώσεις, παρὰ τὴ δισχιλιετὴ χριστιανικὴ ζωὴ τοῦ τόπου μας, εἶναι πολλὲς καὶ ἰσχυρές, δημιουργώντας ἕνα περίπλοκο πολιτιστικὸ μεῖγμα. Τὸ ἀναπόδραστο τοῦ θανάτου, ἡ -κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ Ὀδυσσέα- ἐκούσια μετάβαση στὸν Ἄδη, ἡ «ζωὴ» στὸν κάτω κόσμο, ὁ Χάρος ὡς ἰδιαίτερη προσωπικότητα καὶ ὄργανο τοῦ θείου, ἡ ὕπαρξη νεκροζώντανων πλασμάτων ποὺ ἰσορροποῦν ἀνάμεσα στὴ ζωὴ καὶ στὸ θάνατο συνθέτουν τὶς σχετικὲς ἀντιλήψεις. Δίπλα σὲ αὐτὲς κάποια δύσκολα θέματα, ὅπως ἡ κατάρα τῆς μάνας, ἡ συνήθεια τῆς ἀνθρωποθυσίας καὶ οἱ ἀναφορὲς σὲ ἀνθρωποφαγικὲς σκηνές, ὁλοκληρώνουν τὴν παρουσίαση τῶν σημείων ἐπαφῆς ἀνάμεσα στὸ νεοελληνικὸ δημοτικὸ τραγούδι, καὶ ἰδιαίτερα στὸ καρπάθικο, καὶ στὴν ἀρχαιοελληνικὴ γραμματεία.

Ὁ πλοῦτος τῶν ἀναφορῶν, ἡ σαφὴς καὶ κατανοητὴ γλῶσσα, ἡ ἐπιστημονικὴ ἀκρίβεια, ἡ γλαφυρότητα στὴν περιγραφή, ἡ ἐνάργεια στὴν ἀνάλυση, ἡ ἄνεση μὲ τὴν ὁποία ἡ συγγραφέας κινεῖται στὶς πηγὲς ἀποτελοῦν κάποιες ἀπὸ τὶς ἀρετὲς τοῦ τόμου, οἱ ὁποῖες ἐπισημαίνονται καὶ ἀπὸ τὸν Φώτη Θαλασσινὸ σὲ κριτική του ποὺ δημοσιεύθηκε στὴν ἐφημερίδα Ἐλευθεροτυπία («Ἡ διαχρονικότητα τῶν δημοτικῶν τραγουδιῶν», Ἔνθετο Βιβλιοθήκη, Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2011).

Εὐχόμαστε προσπάθειες ὅπως αὐτὴ τῆς κ. Χαρᾶς Κοσεγιὰν νὰ μᾶς βοηθήσουν ὥστε νὰ δοῦμε τὸ νεοελληνικὸ δημοτικὸ τραγούδι μέσα ἀπὸ μιὰ ἄλλη ὀπτική. Ἂς εὐχηθοῦμε νὰ σταματήσει νὰ μπαίνει στὰ σπίτια μας μόνο ὅταν κάποιος σύγχρονος καλλιτέχνης τὸ κάνει μόδα. Ἂς εὐχηθοῦμε νὰ τὸ ἀγαπήσουν τὰ παιδιά μας χωρὶς νὰ πρέπει προηγουμένως νὰ τὸ ἀκούσουν διασκευασμένο ὡς ἔθνικ προϊόν.
Ἂς καταλάβουμε ἐπιτέλους ὅτι τὸ νεοελληνικὸ δημοτικὸ τραγούδι ἀποτελεῖ τὸν πιὸ ζωντανό, ἄμεσο καὶ πρόσφορο τρόπο γιὰ νὰ ξαναζήσουμε πλάι στοὺς προγόνους μας, ὄχι σὲ κάποιο ἀναγνωστήριο, ὄχι σὲ κάποιο γραφεῖο ἢ ἐρευνητικὸ κέντρο, ἀλλὰ στὴν καθημερινότητά μας, στὸ πανηγύρι τοῦ χωριοῦ, στὴ χαρὰ τοῦ γάμου, στὸ κέφι τοῦ γλεντιοῦ.
Ἂς ἀξιοποιήσουμε τὴν πλούσια ἐκφραστικὴ παράδοση τοῦ λαοῦ μας, ἡ ὁποία δηλώνεται μέσα στὸ διάβα τῶν αἰώνων μὲ τὴν εὐρύτατη ὑμνογραφικὴ παραγωγὴ ποὺ ἔχει ἐνσωματωθεῖ στὴ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἂς μὴ λησμονοῦμε ὅτι ἡ ὑμνολογία ὑπηρέτησε πάντοτε τὴν ἀλήθεια καὶ διατήρησε ζωντανὸ τὸ δεσμὸ τοῦ λαοῦ μας μὲ τὴ σοφία τῆς ἀρχαιότητας, ἀφ᾿ ἑνὸς λειτουργώντας ὡς συνδετικὸς κρίκος ἀνάμεσα στὴν ἀρχαιοελληνικὴ γραμματεία καὶ στὸ νεοελληνικὸ δημοτικὸ τραγούδι καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου ὑποβοηθώντας τὴ θαυμαστὴ εὐχέρεια παραγωγῆς ἔμμετρου λόγου τοῦ λαοῦ μας, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ μία ἀπὸ τὶς σημαντικότερες πολιτισμικὲς διαστάσεις καὶ ἐκφάνσεις τοῦ σύγχρονου νεοελληνικοῦ πολιτισμοῦ. Ταυτόχρονα, ἔκανε προσιτὴ καὶ κατανοητὴ τὴ θεολογικὴ ἀλήθεια στὸν ἁπλὸ λαὸ βοηθώντας στὴν ἀφομοίωση τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας καί, τελικὰ ὁδηγώντας τὸν πιστὸ στὴ σωτηρία.

Εὐχαριστοῦμε τὴν ἀγαπητὴ Χαρὰ Κοσεγιὰν γιὰ ὅλα ὅσα μᾶς ἔμαθε καὶ μᾶς προσέφερε μὲ αὐτὸ τὸ ἔργο της καὶ εὐχόμαστε νὰ μᾶς χαρίσει πολλὰ ἀκόμη δείγματα τῆς ἀγάπης της στὴν παράδοση καὶ τῆς ἐπιστημονικῆς της ἀρτιότητας συνεχίζοντας νὰ ἀνοίγει γιὰ ἐμᾶς τὸ δρόμο τῆς ἔρευνας καὶ τῆς κατάρτισης.

Σᾶς εὐχαριστῶ ὅλους ποὺ μὲ ἀκούσατε!