Ιερά Μητρόπολις Κω και Νισύρου

Ζώντας τή χαρά μέ τόν Χριστό καί τούς Ἁγίους μας

Τρίτη, 17 Μάιος 2016

Σὲ ἀντίθεση μὲ ὅ,τι θεωροῦν κάποιοι ὡς ἔκφραση πνευματικότητας (π.χ. τὸ σκυθρωπὸ καὶ σοβαροφανὲς ὕφος) καὶ μὲ τὸν δυτικὸ τρόπο σκέψης καὶ πράξης (π.χ. ὅπως παρουσιάζεται στὸ μυθιστόρημα «Τὸ ὄνομα τοῦ ρόδου» τοῦ Οὐμπέρτο Ἔκο, στὸ ὁποῖο μία σειρὰ φόνων διαπράττεται σὲ ἕνα ρωμαιοκαθολικὸ μοναστῆρι γιὰ νὰ ἐμποδιστεῖ τὸ γέλιο καὶ οἱ ἐκδηλώσεις χαρᾶς), ἡ χαρὰ ἀποτελεῖ καίριο, βασικό, οὐσιῶδες, συστατικὸ τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ὅπως ἀποδέχεται σύσσωμη ἡ ὀρθόδοξη παράδοση καὶ ἡ πνευματικότητα τῶν ἁγίων.

Ἀναμφίβολα, ὅταν ἀναφερόμαστε στὴν ἔννοια τῆς χαρᾶς καὶ στὴ λειτουργία της στὴν Ὀρθοδοξία δὲν ἐννοοῦμε τὸν ἐμπαιγμὸ τῶν ἄλλων, τὴν ἀχαλίνωτη διασκέδαση, τὴν ἐκτὸς ὁρίων συμπεριφορά.

Ἀφετηρία καὶ αἰτία τῆς χαρᾶς καὶ τῶν ἐκδηλώσεων ποὺ πηγάζουν ἀπὸ αὐτὴ εἶναι ὁ λόγος τοῦ Κυρίου «τὴν χαρὰν ὑμῶν οὐδεὶς αἴρει ἀφ᾿ ὑμῶν» (Ἰω. 16:22), ὅπως ἔχει καταγραφεῖ στὴν Καινὴ Διαθήκη καὶ τὸν παρουσιάζει ὁ Γιῶργος Πατρῶνος, Ἄρχων Διδάσκαλος τοῦ Εὐαγγελίου τῆς ΜτΧΕ καὶ Ὁμότιμος Καθηγητὴς τοῦ Ἐθνικοῦ καὶ Καποδιστριακοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν στὸ βιβλίο του «Ἡ χαρὰ στὴν Καινὴ Διαθήκη».

Ἀναμφίβολα, γιὰ νὰ ἔχει νόημα ἡ συζήτηση γιὰ τὴ χαρὰ καὶ τὴ σπουδαιότητά της στὴ ζωή μας πρέπει αὐτὴ νὰ περνᾶ στὴν καθημερινότητά μας καὶ νὰ τὴν ἀλλάζει, νὰ τὴν μεταμορφώνει σύμφωνα μὲ τὸ πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας.

Ὁ ἑορτασμὸς τῶν μεγάλων Δεσποτικῶν καὶ Θεομητορικῶν ἑορτῶν καὶ τῆς μνήμης τῶν Ἁγίων χαρακτηρίζεται ἀπὸ ἔκφραση αὐτῆς τῆς χαρᾶς μέσῳ τοῦ πανηγυριοῦ ποὺ πραγματοποιεῖται μὲ ἀφετηρία καὶ κέντρο κάποιον ἱερὸ ναό.

Εἶναι πράγματι δύσκολο νὰ προσεγγίσουμε τὸ πνευματικό, κοινωνικὸ καὶ πολιτιστικὸ πλαίσιο τῶν πανηγυριῶν, ἰδιαίτερα μὲ τὸ μετασχηματισμὸ ποὺ ἔχει ὑποστεῖ στὸ σύγχρονο ἀστικὸ περιβάλλον, καὶ γι᾿ αὐτὸ θὰ περιοριστοῦμε σὲ ἀναφορὰ στοιχείων ἀπὸ τὸ περιβάλλον τῆς ὑπαίθρου καὶ πάλι, βέβαια, ὑπὸ τὴν ἔντονη ἐπίδραση τοῦ ἀστικοῦ χώρου.

Ἡ δομὴ τοῦ ἑορτασμοῦ ἑνὸς ναοῦ (ἐνοριακοῦ, ἱδρυματικοῦ, παρεκκλησίου ἢ ἐξωκκλησίου) εἶναι σὲ γενικὲς γραμμὲς ἁπλὴ: ἀφ᾿ ἑσπέρας, δηλαδὴ τὸ ἀπόγευμα τῆς παραμονῆς, ὁ Πανηγυρικὸς Ἑσπερινός, σχεδὸν πάντοτε μὲ τὴν εὐλογία ἄρτων (ἀκολουθία τῆς Ἀρτοκλασίας) καὶ τὴν ὑπὲρ ὑγείας μνημόνευση τῶν ὀνομάτων τῶν προσφερόντων. Τὴν κυριώνυμο ἡμέρα, δηλαδὴ τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς μὲ Ὄρθρο καὶ Ἀρτοκλασία, τὴ Θεία Λειτουργία, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ καὶ τὸ κεντρικὸ σημεῖο τῆς ἑορτῆς, καὶ στὴ συνέχεια, συνήθως, τὴ λιτάνευση τῆς εἰκόνας τοῦ ναοῦ. Σὲ κάποιες περιπτώσεις, ἡ λιτάνευση πραγματοποιεῖται τὸ ἀπόγευμα καὶ ἀκολουθεῖ μεθέορτος Ἑσπερινὸς ἢ καὶ Παράκληση τοῦ Ἁγίου.

Γύρω ἀπὸ αὐτὲς τίς, ἐν πολλῇ χαρᾷ, τελούμενες λατρευτικὲς πράξεις οἰκοδομεῖται μία σειρὰ παράλληλων δράσεων ποὺ δίνουν ἕναν πανηγυρικό, ἑορταστικὸ καὶ χαρμόσυνο τόνο σὲ ὅλη τὴν ἐνορία, τὴ συνοικία, τὸ χωριὸ ἢ τὴν περιοχή.

Σε κάποιες περιπτώσεις, ἰδιαίτερα σὲ ἐξωκκλήσια, οἱ ἐκδηλώσεις χαρᾶς ξεκινοῦν μέρες πρὶν ἀπὸ τὴν ἑορτὴ ὅταν καταφθάνουν ἐξοπλισμένοι μὲ τὰ ἀναγκαῖα αὐτοὶ ποὺ θὰ προετοιμάσουν τὸ χῶρο γιὰ νὰ δεχθεῖ τοὺς ἱερεῖς καὶ τοὺς προσκυνητές. Αὐτὲς οἱ ὁμάδες, καταλύουν στὸ χῶρο τοῦ ναοῦ ἢ σὲ παρακείμενο μικρὸ οἴκημα καὶ ὅλη τὴν ἡμέρα ἀσχολοῦνται μὲ τὶς ἀπαραίτητες ἐργασίες καὶ ὅταν βραδιάσει ἀφοῦ σὲ κάποιες περιπτώσεις ψάλλουν τὸν Ἑσπερινὸ ἢ τὴν Παράκληση τοῦ Ἁγίου, ὅλοι μαζὶ τρῶνε, θυμοῦνται παλιὲς ἱστορίες καὶ ἀπολαμβάνουν τὴν ἡσυχία καὶ τὴν ὀμορφιὰ τῆς φύσης.

Τὰ περισσότερα πανηγύρια ξεκινοῦν μετὰ τὸν Ἑσπερινό, ἰδιαίτερα στὶς περιπτώσεις ποὺ δὲν ὑπάρχει νηστεία καὶ μποροῦν ἐλεύθερα νὰ φᾶνε καὶ νὰ διασκεδάσουν. Αὐτὸ τὸ κοινὸ γεῦμα εἶναι στοιχεῖο τοῦ πανηγυριοῦ ποὺ ἔχει χαθεῖ ἐντελῶς στὸ ἀστικὸ περιβάλλον, ἂν καὶ σύμφωνα μὲ τοὺς ἐπιστήμονες ἔλκει τὴν καταγωγή του ἀπὸ τὶς πρωτοχριστιανικὲς «ἀγάπες» (σχετικὴ ἐπιστημονικὴ ἀνακοίνωση ἔχει κάνει ὁ Σεβ. Μητρ. Κώου καὶ Νισύρου κ. Ναθαναὴλ γιὰ τὰ γεύματα τῶν πανηγυριῶν τῆς Καρπάθου). Συνήθως, τὸ φαγητὸ εἶναι συγκεκριμένο καὶ ἔχει καθιερωθεῖ μεταφέροντας τὴν ἐμπειρία πολλῶν ἐτῶν μὲ κριτήριο ὄχι τόσο τὸ νὰ φᾶνε οἱ συνδαιτυμόνες, ἀλλὰ νὰ βρεθοῦν ὅλοι μαζὶ καὶ νὰ συνεχίσουν μὲ ὁμαδικὴ διασκέδαση τὴν ἑορτή. Γι᾿ αὐτὸ εἶναι φαγητὸ ποὺ μπορεῖ εὔκολα νὰ παραχθεῖ σὲ μεγάλες ποσότητες, μὲ μικρὸ κόστος καὶ χορταστικό. Σχεδὸν πάντοτε, σὲ αὐτὰ τὰ γεύματα ὑπάρχει μουσικὴ καὶ τραγούδι, καὶ τὸ χορὸ παραδοσιακὰ ἀνοίγει ὁ ἱερέας τοῦ χωριοῦ ἢ ἀκόμη καὶ ὁ ἐπίσκοπος τοῦ τόπου.

Αὐτοὶ ποὺ διακονοῦν σὲ αὐτὲς τὶς συνεστιάσεις προσφέρουν ἐθελοντικὰ τὴν ἐργασία τους καὶ καμαρώνουν ἰδιαίτερα γι᾿ αὐτό. Δὲν εἶναι σπάνιο φαινόμενο (π.χ. στὴν Κάρπαθο) νὰ ἔρχονται ὁμογενεῖς ἀπὸ τὸ ἐξωτερικὸ γιὰ νὰ διακονήσουν στὰ πανηγύρια τοῦ τόπου τους.

Ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον παρουσιάζει ὁ ἑορτασμὸς τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παναγίας Καστριανῶν στὸ Παλαιὸ Πυλὶ τῆς Κῶ. Τὴν μονὴ αὐτὴ οἰκοδόμησε μετὰ ἀπὸ πρόσκληση τοῦ Κώου μοναχοῦ Ἀρσενίου Σκηνουρίου, ὁ ὁποῖος τοῦ παραχώρησε τὸ χῶρο, τὸ 1080 ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος ὁ Λατρηνός. Ἡ μονὴ πανηγυρίζει στὴν ἑορτὴ τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου καὶ πλήθη πιστῶν συρρέουν ἀπὸ ὁλόκληρη τὴν Κῶ. Οἱ ἑτοιμασίες ξεκινοῦν μέρες πρίν. Μετὰ τὸν Ἑσπερινὸ προσφέρονται λουκουμάδες ποὺ φτιάχνονται ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἀπὸ τοὺς ὑπευθύνους. Πάρα πολλοὶ ἀπὸ τοὺς προσκυνητὲς παραμένουν ὅλο τὸ βράδυ στὴν περιοχὴ καὶ γιὰ νὰ ζεσταθοῦν ἀνάβουν φωτιὲς στὰ πλατώματα τῆς πολιτείας, καθὼς τὸ κρύο εἶναι τσουχτερό. Κοιτάζοντας ἀπὸ μακριὰ τὶς παρέες νὰ εἶναι συγκεντρωμένες μὲ χαρά, πειράγματα καὶ γέλια γύρω ἀπὸ τὶς φωτιὲς ὁ παρατηρητὴς ἀντιλαμβάνεται ὅτι ἡ ἑορτὴ τῆς Ὑπαπαντῆς -ἐν προκειμένῳ- ἔχει ἀκόμη καὶ σήμερα τὴ δύναμη νὰ ἑνώσει καὶ νὰ προσφέρει χαρά.

Στὸ Πυλὶ καὶ σὲ ἄλλα χωριὰ τῆς Κῶ πιὸ παλιὰ συναντούσαμε τὸ ἔθιμο τῆς «ἀφφαλλίας». Μετὰ τὸν Ἑσπερινὸ τῆς Ἀγάπης στὸ προαύλιο τοῦ ναοῦ οἱ ἐπίτροποι προετοίμαζαν κοινὸ γεῦμα. Ἔστρωναν τραπέζια γιὰ ὅλους τοὺς χωριανούς, ἀγόραζαν τὰ ὑλικὰ γιὰ τὴν παρασκευὴ τοῦ γεύματος, τὸ κρασὶ καὶ ὅλα τὰ χρειώδη. Τὸ γεῦμα ποὺ ξεκινοῦσε μὲ προσευχὴ συνεχιζόταν μὲ χορὸ καὶ τραγούδι. Τὸ κοινὸ γεῦμα καὶ τὸ ἔθιμο τῆς «κούπας», μέσα στὴν ὁποία ἔριχναν τὸν ὀβολό τους, ἦταν ἄριστη εὐκαιρία γιὰ νὰ συγκεντρωθοῦν χρήματα γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς ἐνορίας, νὰ ἔλθουν σὲ ἐπικοινωνία οἱ οἰκογένειες, οἱ νέοι, οἱ γεροντότεροι, καὶ νὰ περάσουν ὅλοι μαζὶ ὡς μία ἑνότητα, ὡς μία κοινωνία κάτω ἀπὸ τὴν προστατευτικὴ σκέπη τῆς Ἐκκλησίας, μερικὲς στιγμὲς ξενοιασιᾶς.

Σήμερα, τὰ πανηγύρια, τῶν πόλεων κυρίως, ἔχουν πιὸ ἔντονο ἐμπορικὸ χαρακτήρα, ἂν καὶ στὸ παρελθὸν αὐτὸς ὁ χαρακτήρας δὲν ἦταν τελείως ἀπών: στὸ πανηγύρι τοῦ Ἀσωμάτου στὸ Ἀσφενδιοῦ τῆς Κῶ οἱ παλαιότεροι θυμοῦνται ὅτι ὡς παιδιὰ πήγαιναν μὲ χαρὰ καὶ λαχτάρα γιὰ νὰ ἀγοράσουν τὰ φημισμένα ἀσφενδιανὰ πορτοκάλια.

Τὰ τελευταῖα χρόνια τὰ πανηγύρια ξαναζωντανεύουν ἐκφράζοντας μία αὐθόρμητη ἀντίδραση στὴν προσπάθεια κάποιων νὰ μᾶς ἐγκλωβίσουν σὲ μία μοναχική, ἀπομονωμένη καὶ μονοδιάστατη πραγματικότητα. Φανερώνουν τὴν ἔντονη ἐπιθυμία μας νὰ προεκτείνουμε τὴν λατρευτικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας στὸ χῶρο τῆς καθημερινότητας γιὰ νὰ τὴν ζήσουμε ὠς ἔκφραση χαρᾶς.

Οἱ προσπάθειες νὰ «ἀντικατασταθοῦν» τὰ πανηγύρια τῶν ἱερῶν ναῶν μὲ διάφορες «γιορτὲς» τοῦ κρασιοῦ, τῆς μπύρας, τῆς σαρδέλας κ.ἄ., ἂν καὶ σὲ κάποιες περιπτώσεις συγκεντρώνουν κόσμο, δὲν διατηροῦν τὸ στοιχεῖο τῆς κοινότητας καὶ τῆς χαρᾶς ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴ σύνδεση τοῦ γλεντιοῦ μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ διάσταση τοῦ πανηγυριοῦ καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ παραμένουν ἄσχετες μὲ τὴν καθημερινότητά μας καὶ ξένες σὲ ἐμᾶς, σὲ ἀντίθεση μὲ τὰ πανηγύρια ποὺ ἐκφράζουν τὴν πληρότητα τῆς χριστιανικῆς χαρᾶς, ἡ ὁποία δὲν ἀφήνει ἀνεπηρέαστη καμία πτυχὴ τῆς ζωῆς μας.

ΠΗΓΗ ΚΑΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ