Ιερά Μητρόπολις Κω και Νισύρου

Από τους ψαλμούς του Δαβίδ στη σύγχρονη θρησκευτική ποίηση

Κυριακή, 21 Σεπτέμβριος 2014

Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κώου και Νισύρου κ. Ναθαναήλ

Ένα από τα πιο σπουδαία και ενδιαφέροντα κομμάτια της παγκόσμιας ποιητικής παραγωγής ήταν, είναι και θα παραμείνει το έργο του βασιλιά, προφήτη και ποιητή Δαβίδ. Φανταστείτε ότι τρεις χιλιάδες χρόνια μετά από την εποχή του μιλάμε γι' αυτό, στοχαζόμαστε πάνω σε αυτό, ενώ ακόμη και σήμερα εκδίδονται βιβλία με σύγχρονες μεταφράσεις-αποδόσεις αυτών των ποιητικών έργων.

Οι Ψαλμοί γράφτηκαν, σχεδόν στο σύνολό τους, από τον δεύτερο βασιλιά του Ισραήλ, το Δαβίδ, ο οποίος έμεινε στο θρόνο για σαράντα περίπου χρόνια, στο πέρασμα από την δεύτερη στην πρώτη προχριστιανική χιλιετία. Από τα πρώτα χρόνια η Εκκλησία τους αγκάλιασε και τους είδε ως γραφές που εξέφραζαν την πίστη της και, για το λόγο αυτό, μαζί με άλλα κείμενα της ισραηλιτικής γραμματείας κρίθηκαν θεόπνευστοι και συγκρότησαν αυτό που σήμερα όλοι μας γνωρίζουμε, μελετούμε και τιμούμε ως Παλαιά Διαθήκη, το πρώτο τμήμα της Αγίας Γραφής.

Ο Χριστός και οι απόστολοι χρησιμοποιούσαν τους Ψαλμούς πάρα πολύ συχνά στο κήρυγμά τους, όχι από την πρωτότυπη εβραϊκή γλώσσα αλλά από την μετάφραση των Εβδομήκοντα, που έγινε από Ιουδαίους σοφούς στην Αλεξάνδρεια, κατά τη διάρκεια του τρίτου π.Χ. αιώνα, στα χρόνια του Πτολεμαίου Β΄ Φιλάδελφου. Πολλές από αυτές τις αναφορές διασώζονται στην Καινή Διαθήκη, όπου υπάρχουν δεκάδες άμεσες αναφορές σε αυτούς και εκατοντάδες έμμεσες.

Ποια είναι τα χαρακτηριστικά τους που μας συναρπάζουν;
Πολλά!

Αυτό που πάντοτε μας συγκλονίζει είναι η μετάνοια που εκφράζει ο Πεντηκοστός Ψαλμός. Όλοι μας έχουμε κάποια στιγμή στη ζωή μας ψιθυρίσει με συντριβή και κατάνυξη το «Ελέησόν με ο Θεός, κατά το μέγα έλεός Σου . . .». Σε αυτόν διαπιστώνουμε μια μετάνοια που ανορθώνει, μια μετάνοια που λυτρώνει και όχι μια μετάνοια που συνθλίβει τον αμαρτωλό. Το αμάρτημα του βασιλιά ήταν μεγάλο, αλλά με τη χάρη του Θεού η μετάνοιά του αποδείχθηκε μεγαλύτερη. Λέμε συνήθως ότι η αμαρτία δεν πρέπει να οδηγεί σε απελπισία. Όταν διαβάζουμε τον ψαλμό αυτό δε μας βαραίνει η απουσία ελπίδας, αλλά, αντίθετα, νιώθουμε ξαλαφρωμένοι και αναζωογονημένοι από τη δύναμη της μετάνοιας.

Πόσο συγκλονιστική είναι η στιγμή της αναγνώσεως του Προοιμιακού Ψαλμού, με τον οποίο αρχίζει ο Εσπερινός, σε Μοναστήρι, ενώ το φως του δειλινού δίνει σιγά σιγά τη θέση του στο φως των κεριών και των καντηλιών . . . Μπορεί, άραγε, ο ακροατής να μη δοξολογήσει τον Κτίστη παρασυρμένος από την γλαφυρή μα και λιτή περιγραφή των έργων Του από τον προφήτη;

Ποιος μπορεί να μην αναφωνήσει μαζί με τον ψαλμωδό «Ως εμεγαλύνθη τα έργα Σου Κύριε, πάντα εν σοφίᾳ εποίησας»;
Ποια φράση μπορεί να εκφράσει πληρέστερα και πιο ξεκάθαρα τον πόνο του ξενιτεμένου που νοσταλγεί τον τόπο του από το «επί των ποταμών Βαβυλώνος εκεί εκαθήσαμεν και εκλαύσαμεν εν τῳ μνησθήναι ημάς την Σιών» που έψαλλαν οι Ιουδαίοι που ο Ναβουχοδονόσορας είχε πάρει αιχμαλώτους στην πρωτεύουσά του;

Κατά τη χριστιανική εποχή αυτή η τέχνη δεν λησμονήθηκε. Με τη βοήθεια του Θεού έχει πολλούς και άξιους συνεχιστές. Είναι οι μελωδοί και οι υμνογράφοι της Εκκλησίας μας, τα έργα των οποίων πλουτίζουν κάθε ακολουθία και μας συγκλονίζουν με το βάθος της έκφρασης, τη δύναμη της γλώσσας και την αβίαστη ροή των αισθημάτων, η οποία, όμως σε καμία περίπτωση δεν εκφυλίζεται σε επιφανειακό συναισθηματισμό ή σε προσπάθεια πρόκλησης ψυχολογικής προέλευσης συγκίνησης. Τα έργα αυτά που συνεχίζουν την δαβιδική παράδοση είναι γνωστά σε όλους μας μέσα από τις ακολουθίες της Εκκλησίας. Ας αναφέρουμε δύο μόνο παραδείγματα: το «Ω γλυκύ μου έαρ» εκφράζει έναν βαθύτατο πόνο που φθάνει μέχρι τα εσώτερα φύλλα της ψυχής του ανθρώπου. Το «την σην αισθομένη Θεότητα» της ποιήτριας αγίας Κασσιανής δείχνει τον υπαρξιακό συγκλονισμό της αμαρτωλής όταν συνειδητοποίησε ποιος ήταν μπροστά της. Θα μπορούσε άραγε αυτός ο συγκλονισμός που συνεπήρε την ύπαρξή της να εκφραστεί καλύτερα, πληρέστερα και ακριβέστερα;

Η εκκλησιαστική υμνογραφία βέβαια, έχει συγκεκριμένους στόχους: την προβολή του νοήματος μιας γιορτής, τη διδασκαλία της πίστης σε αυτούς που δεν μπορούν να μελετήσουν θεολογία (ας θυμηθούμε τα τροπάρια της εορτής της Πεντηκοστής), τη διάδοση της διδασκαλίας του ευαγγελίου και της πίστεως της Εκκλησίας, την παρουσίαση της μετάνοιας, της ταπείνωσης (όπως συμβαίνει ιδιαίτερα στην υμνογραφία του Τριωδίου και της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, π.χ. στον Μεγάλο Κανόνα το ποίημα του αγίου Ανδρέα Κρήτης), της θλίψης μας για το θάνατο και την ταφή του Κυρίου, αλλά και της χαράς μας κατά την «λαμπροφόρο ημέρα της Αναστάσεως».

Τα έργα αυτά, πέρα από όσα ήδη αναφέραμε, είναι ταυτόχρονα ανυπέρβλητα και μοναδικά ποιητικά δημιουργήματα που μας εντυπωσιάζουν με την άριστη γνώση της ελληνικής γλώσσας, το εύρος των αισθημάτων, την καρδιακή προσέγγιση των προβλημάτων της ζωής, την ακρίβεια και λιτότητα στην έκφραση. Τίποτα σε αυτά δεν είναι τυχαίο. Τίποτα δεν είναι περιττό.
Ο πεσμένος και ταλαιπωρημένος άνθρωπος μέσα από την υμνογραφία κραυγάζει στο Θεό για την αμαρτία του, φωνάζει με πόνο για τη μοναξιά του, δείχνει την αγωνία για τη σωτηρία του, τη θλίψη για το χάσιμο του Παραδείσου.
Θρηνεί για το γεγονός ότι θα προσέλθει στην κρίση απροετοίμαστος: «Δάκρυα μοι δος, ο Θεός, ώς ποτε τῃ γυναικί τῃ αμαρτωλώ». Κι όλα αυτά διανθισμένα με πλήθος Ψαλμών ή ψαλμικών στίχων. Δεν υπάρχει ακολουθία της Εκκλησίας που να μην έχει κείμενα του Δαβίδ στη σύνθεσή της. Είναι η σπονδυλική τους στήλη, είναι η θεόπνευστη πνοή που τις συνέχει.

Ένα ερώτημα που πρέπει να μας απασχολήσει είναι το εάν υπάρχει σύγχρονη συνέχεια στο έργο του προφήτη Δαβίδ. Πήρε κάποιος τη σκυτάλη από αυτόν, τους υμνωδούς και τους αγίους;

Σαφώς γράφονται σύγχρονα υμνολογικά έργα που σε μεγάλο βαθμό ενσωματώνουν τα χαρακτηριστικά της παλαιάς παράδοσης. Στις μέρες μας, όμως, υπάρχει και ένα άλλο είδος σχετικής ποίησης που συνήθως την χαρακτηρίζουμε με το επίθετο «θρησκευτική». Αυτή με τη σειρά της μπορεί να διακριθεί σε δύο μέρη: αυτό που προέρχεται από κύκλους θρησκευόμενων και αυτό που προέρχεται από τη γραφίδα μεγάλων σύγχρονων δημιουργών, τα έργα των οποίων είναι ποτισμένα με την ψαλμική και την υμνογραφική παράδοση με έναν τρόπο βαθύ και σεμνό. Σε αυτή την περίπτωση πρέπει να ψάξεις για να ξεσκεπάσεις τα νοήματα, να αποκαλύψεις την πίστη και να απολαύσεις την τέχνη. Τέτοια στοιχεία εντοπίζονται στο έργο όλων σχεδόν των ποιητών μας και όχι μόνο σε αυτούς που θα θεωρούσαμε αναμενόμενο. Για παράδειγμα βαθύ χριστιανικό στοχασμό συναντάμε σε ποιήματα του Καβάφη, του Ρίτσου, του Γκάτσου, του Βρεττάκου, του Εγγονόπουλου, ακόμη και του τραγουδοποιού Παύλου Σιδηρόπουλου, ενώ ανάλογα ενδιαφέροντα στοιχεία υπάρχουν και στο έργο μη ορθοδόξων ποιητών, όπως ο T.S. Elliot.
Η ποίηση των θρησκευομένων είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Ας διευκρινίσουμε πρώτα ότι στην ορθόδοξη παράδοση δεν υπάρχει κάτι παρόμοιο, εκτός ίσως από κάποια τραγούδια που γράφτηκαν για να αντιμετωπίσουν αιρετικά άσματα τα οποία χρησιμοποιούνταν από τους αιρεσιάρχες για να διαδώσουν τις κακοδοξίες τους. Είναι ένα είδος κατευθυνόμενης ποίησης που στοχεύει στην διάδοση των χριστιανικών ιδεωδών. Αυτού του είδους η ποίηση αναπτύχθηκε πολύ στον προτεσταντικό χώρο και μετά την απελευθέρωση, με την αθρόα είσοδο των δυτικών ιεραποστολών στην πατρίδα μας και την ίδρυση αντίστοιχων ελληνικών ομάδων, πέρασε και σε μας. Βέβαια, δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι σε κάποιες περιπτώσεις δεν προσέφερε θετικές υπηρεσίες, όπως για παράδειγμα στη χρήση των ποιημάτων αυτών με κατάλληλη μουσική από τα κατηχητικά, και μάλιστα από τις μικρότερες βαθμίδες. Τα παιδιά σε αυτές τις ηλικίες ενθουσιάζονται από τέτοια τραγούδια που τους τονώνουν το αίσθημα της κοινότητας, τα ξεσηκώνουν και γίνονται εύκολα κατανοητά. Με αυτά οικοδομείται η αίσθηση της συμμετοχής στη ομάδα και η ομαδικότητα, η οποία κατορθώνει να αλλάξει τον κόσμο (π.χ. η ομαδική εργασία για να κτίσουμε έναν καινούργιο χριστιανικό κόσμο), τονώνεται η αλληλεγγύη προς τους ομοϊδεάτες, αλλά ταυτόχρονα επιτυγχάνεται τόνωση των πατριωτικών αισθημάτων, κάτι που ήταν αναγκαίο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τα δεινά που επισώρευσε στην Ελλάδα.
Το κέντρο βάρους αυτής της ποιητικής παραγωγής πέφτει στο συναίσθημα και στην ηθικοποίηση της ζωής, ώστε να βοηθήσει στην ανάπλαση της κοινωνίας, εν προκειμένῳ της ελληνικής. Τέτοιου είδους προσπάθειες, παρά τα θετικά στοιχεία που κρύβουν, δεν μπορούν να φθάσουν το μεγαλείο του στοχασμού και το βάθος των νοημάτων του προφήτη Δαβίδ, ούτε να προσεγγίσουν την τελειότητα της χρήσης της ελληνικής γλώσσας και την ακρίβεια της θεολογικής έκφρασης από τους υμνογράφους της Εκκλησίας.

Ο έντονος συναισθηματισμός που διακρίνεται σε πολλά από τα θρησκευτικά ποιήματα ίσως να ταίριαζε σε παλαιότερες εποχές σήμερα όμως, μάλλον, δεν αγγίζει εύκολα τις ψυχές των ανθρώπων, ακόμη και όταν οι σκέψεις που κυριαρχούν σε αυτά μπορούν να παραλληλιστούν με έννοιες και σκέψεις που απαντώνται και στην Αγία Γραφή.

Είθε η θρησκευτική ποίηση να αποδεσμευθεί από τις αδυναμίες της και να μπορέσει να προσφέρει μια εκφραστική διέξοδο σε όλους όσοι αναζητούν με ευαισθησία μία βαθύτερη και ουσιαστικότερη προσέγγιση στα, όντως σημαντικά, ερωτήματα που βασανίζουν τον άνθρωπο και, σε γενικές γραμμές παραμένουν τα ίδια από την εποχή του Δαβίδ ή τη βυζαντινή περίοδο της ακμής της εκκλησιαστικής υμνογραφίας.
Τα θρησκευτικά στοιχεία του έργου των μεγάλων ποιητών, που ήδη αναφέραμε είναι σεμνά, λιτά και διακριτικά, έτσι ώστε ο αναγνώστης να τα εντοπίζει μετά από μία δεύτερη, πιο ουσιαστική, ανάγνωση.

Τα στοιχεία αυτά φανερώνουν μία πολύ καλή γνώση της υμνογραφικής παραγωγής της Εκκλησίας. Σε συνδυασμό με την ευαισθησία του ποιητή προσφέρουν έργα τέχνης, τα οποία μιλούν στην καρδιά του ανθρώπου και οικοδομώντας γέφυρες επικοινωνίας με τον Δημιουργό μας. Μία αναλυτική παρουσίαση αυτών των στοιχείων θα μας οδηγούσε σε ενδιαφέρουσες διαπιστώσεις, αλλά υπερβαίνει τα όρια αυτής της σύντομης αναφοράς.

Έννοιες όπως η «χαρμολύπη» και η πίστη στη Ανάσταση, σε συνδυασμό με την λατρευτική εμπειρία του λαού μας είναι παρούσες στην σύγχρονη ποίηση και την βοηθούν να λειτουργήσει ως σύνδεσμος ανάμεσα στην παράδοση και στην σύγχρονη ζωή. Τα στοιχεία αυτά συχνά είναι παρμένα ατόφια από την εκκλησιαστική γλώσσα και αποκτούν ιδιαίτερη σημασία για την πορεία του πολιτισμού μας, καθώς, δυστυχώς, όχι σπάνια κάποιοι, στο όνομα της προόδου, απορρίπτουν κάθε τι που προέρχεται από την παράδοση της Εκκλησίας ως αναχρονιστικό και παρωχημένο.

Την εσφαλμένη αυτή αντίληψη ανατρέπουν με το έργο τους οι κορυφαίοι εκπρόσωποι της ελληνικής ποίησης σφυρηλατώντας έναν ακόμη σύνδεσμο ανάμεσα στον πολιτισμό και στην ελληνική εκκλησιαστική παράδοση.

Για το λόγο αυτό, ανάμεσα σε πολλούς άλλους, το έργο τους είναι πολύτιμο για εμάς και καθοριστικής σημασίας όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για την πνευματική πορεία του σύγχρονου κόσμου.