Ιερά Μητρόπολις Κω και Νισύρου

Εὐχὲς γιὰ κεκοιμημένους ἀπὸ τὸ Πυλὶ τῆς Κῶ

Τρίτη, 24 Μάιος 2016

Τὸ κείμενο τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κώου καὶ Νισύρου κ. Ναθαναὴλ ποὺ ἀκολουθεῖ δημοσιεύθηκε στὶς σελίδες 227-236 τοῦ τόμου «Εὐκαρπίας Ἀντίδοσις», τιμητικὸ ἀφιέρωμα στὰ 20 χρόνια θεοφιλοῦς ἀρχιερατείας τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Σάμου, Ἰκαρίας καὶ Κορσεῶν κ. Εὐσεβίου.

Μὲ ἰδιαίτερη χαρὰ δέχθηκα νὰ συμμετάσχω στὸν τιμητικὸ καὶ ἀφιερωματικὸ τόμο ποὺ ἐκδίδεται μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς συμπληρώσεως εἰκοσαετοῦς ἐπιτυχοῦς πηδαλιουχίας τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Σάμου, Ἰκαρίας καὶ Κορσεῶν ἀπὸ τὸν γεραρὸ Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Σάμου, Ἰκαρίας καὶ Κορσεῶν κ. Εὐσέβιο, τὸν ὁποῖο εἶχα τὴ χαρὰ νὰ γνωρίσω τὰ πρῶτα ἔτη τῆς δεκαετίας τοῦ 1980, ὅταν διακονοῦσα ὡς κατηχητὴς στὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Πειραιῶς, κατὰ τὴ διάρκεια τῶν σπουδῶν μου.
Ὁ Σεβασμιώτατος, ὡς Ἀρχιμανδρίτης, παρέστη τὸ καλοκαίρι τοῦ ἔτους 1986 στὴν εἰς πρεσβύτερον χειροτονίαν μου στὸν Ἱερὸ Ναὸ Ἁγίου Δημητρίου Νέου Φαλήρου ἐκπροσωπώντας τὸν τότε Μητροπολίτη Πειραιῶς κ. Καλλίνικο. Ἡ παρουσία του μοῦ ἔδωσε ξεχωριστὴ χαρὰ δεδομένου τοῦ σεβασμοῦ ποὺ ὡς νέος κληρικὸς ἔτρεφα πρὸς τὸ πρόσωπό του.
Μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς ἐνάρξεως, κατὰ τὸ καλοκαίρι τοῦ 2015, τῆς τρίτης δεκαετίας θεοφιλοῦς ἀρχιερατικῆς προσφορᾶς τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Σάμου, Ἰκαρίας καὶ Κορσεῶν κ. Εὐσεβίου εὔχομαι ἐκ βάθους καρδίας ἔτη πολλά, ὄλβια, μὲ ὑγεία κατ᾿ ἄμφω, ὥστε νὰ συνεχίσει ἀπρόσκοπτα τὸ πολυσχιδὲς ἔργο ποὺ ἤδη ἐπὶ μακρὸν μὲ ἀγάπη καὶ ἀφοσίωση ἐπιτελεῖ πρὸς σωτηρία τοῦ ποιμνίου του καὶ δόξα τοῦ Ἁγίου Θεοῦ.

Α. Εἰσαγωγή.

Τὸ νησὶ τῆς Κῶ ἔχει ἔκταση 290 τετραγωνικῶν χιλιομέτρων καὶ πληθυσμὸ τριανταπέντε περίπου χιλιάδων κατοίκων. Ἀποτελεῖ ἕναν ἀπὸ τοὺς σημαντικότερους τουριστικοὺς προορισμοὺς τῆς Ἑλλάδας μὲ ἱκανὴ τουριστικὴ ὑποδομὴ καὶ πλῆθος μνημείων ἀπὸ τὴν κλασική, τὴν ἑλληνιστική, τὴ ρωμαϊκή, ἀλλὰ καὶ τὴν παλαιοχριστιανική, τὴ βυζαντινὴ καὶ τὴ μεσαιωνικὴ ἐποχή.
Σημαντικοὶ ἱεροὶ ναοὶ τοῦ ἀρχιτεκτονικοῦ τύπου τῆς βασιλικῆς (π.χ. τοῦ Μαστιχαρίου, τοῦ Λιμένος, τοῦ Ἁγίου Στεφάνου, τοῦ Ἁγίου Γαβριὴλ) καὶ μεγάλος ἀριθμὸς βαπτιστηρίων (π.χ. τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου - Ἑπτὰ Βήματα, τοῦ Ἁγίου Παύλου, τῆς Βασιλικῆς τοῦ Λιμένος, τοῦ Καπαμᾶ, τοῦ Μαστιχαρίου), ὅπως καὶ τὸ μεγαλοπρεπὲς παλαιοχριστιανικὸ συγκρότημα τοῦ Δυτικοῦ Ἀρχαιολογικοῦ χώρου τῆς πόλεως τῆς Κῶ, τὸ ὁποῖο περιλαμβάνει ἐπισκοπικὸ μέγαρο μὲ πλῆθος βοηθητικῶν χώρων, δύο βασιλικές μὲ βαπτιστήριο καὶ σκευοφυλάκιο καὶ ξεχωριστὸ κτήριο, τὸ ὁποῖο λειτουργοῦσε ὡς τραπεζαρία μὲ ξενῶνες στὸ ἀνώγιο, μαρτυροῦν τὸ μεγαλεῖο τοῦ νησιοῦ, τὸ ὁποῖο παρὰ τοὺς συνεχεῖς σεισμοὺς καὶ τὶς διαδοχικὲς κατακτήσεις ἀποκαλύπτει μέχρι τὶς ἡμέρες μας μιὰ ἐντυπωσιακὴ λάμψη καὶ αἴγλη.
Ἕνας ἀπὸ τοὺς σπουδαιότερους μεσαιωνικοὺς οἰκισμοὺς στὸ μέσον περίπου τοῦ νησιοῦ ἦταν τὸ Κάστρο τοῦ Πυλίου, μέχρι τὸ 1800 περίπου, ὅταν ἐγκαταλείφθηκε ἀπὸ τοὺς κατοίκους του, ἐξαιτίας ἐπιδημίας πανώλης,. Οἱ κάτοικοί του, μετὰ τὴ φυγή τους ἀπὸ τὴν ὀρεινὴ καὶ ὀχυρωμένη ἀπὸ τοὺς βυζαντινοὺς χρόνους τοποθεσία, δημιούργησαν τὸ χωριὸ Πυλὶ καὶ ὁ προϋπάρξας οἰκισμὸς ἔλαβε τὸ ὄνομα Παλαιὸ Πυλί.
Τὸ σύγχρονο Πυλὶ βρίσκεται 15 χιλιόμετρα νοτιοδυτικὰ τῆς πόλεως τῆς Κῶ ἔχοντας περίπου 3.000 κατοίκους. Πρόκειται γιὰ ὄμορφο χωριὸ μὲ πλούσια βλάστηση, ἡ ὁποία ὀφείλεται στὰ πολλὰ νερὰ ποὺ ρέουν ἀπὸ τὸ ὄρος Δίκαιος, ἐνδιαφέροντα μνημεῖα, ὅπως ὁ τάφος τοῦ ἥρωα Χαρμύλου καὶ τὸ Κάστρο τοῦ Περιπάτου, καὶ πολλὰ ἐξωκκλήσια ποὺ συνδέονται μὲ τὶς ἐνορίες τοῦ Ἁγίου Νικολάου καὶ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ἀποτελώντας σημαντικὸ στοιχεῖο τῆς καθημερινῆς ζωῆς τῶν κατοίκων του, καθὼς σὲ τακτὰ χρονικὰ διαστήματα ὑπάρχει κάποιο πανηγύρι, τὸ ὁποῖο μὲ χαρὰ καὶ εὐλάβεια ἑορτάζουν.
Τὸ Πυλὶ ἔχει πλούσια λαογραφικὴ παράδοση, ἡ ὁποία διατηρεῖται ζῶσα καί, μέσα ἀπὸ διαφόρους διαύλους, ἐνσωματώνεται ἀκόμη καὶ σήμερα στὴν καθημερινότητα τῶν κατοίκων του. Τὰ λαογραφικὰ κειμήλια τοῦ Πυλίου ἔχουν καταγραφεῖ σὲ ξεχωριστὸ τόμο ἀπὸ τὸν διδάσκαλο Νικόλαο Ἀθ. Ζάρακα (1908-1983), ὁ ὁποῖος μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο διέσωσε τὸ ἄφθονο λαογραφικὸ ὑλικὸ ποὺ συγκέντρωσε ἀπὸ παλαιότερους κατοίκους τοῦ χωριοῦ, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν προσωπική του παρατήρηση, καθὼς τὸν διέκρινε ἐρευνητικὴ διεισδυτικότητα καὶ ἐπιστημονικὴ ἐμβρίθεια, ἡ ὁποία τὸν βοήθησε νὰ περισώσει καί, σὲ πολλὲς περιπτώσεις, νὰ ἑρμηνεύσει ἤθη, ἔθιμα, συνήθειες καὶ ἀντιλήψεις ποὺ σήμερα εἴτε ἔχουν χαθεῖ εἴτε ἔφθασαν ἀλλοιωμένες σὲ ἐμᾶς.

Β. «Πένθιμες εὐχὲς» ἀπὸ τὸ Πυλί.

Ἀπὸ τὸν πλοῦτο ποὺ μᾶς προσφέρει ἡ ἐργασία τοῦ Νικολάου Ἀθ. Ζάρακα ἐπιλέξαμε νὰ παρουσιάσουμε τὶς εὐχὲς ποὺ ἔδιναν οἱ πυλιῶτες σὲ περίπτωση ἀπώλειας προσφιλοῦς προσώπου.
Ἐπιθυμία μας εἶναι μὲ αὐτὴ τὴν παρουσίαση νὰ ἀναδείξουμε τὴν αὐθεντικὴ λαϊκὴ θρησκευτικότητα τοῦ τόπου μας καὶ νὰ προβάλλουμε κάποια ἀπὸ τὰ στοιχεῖά της ποὺ ὑποδηλώνουν βαθιὰ θεολογικὴ παιδεία καὶ οὐσιαστικὸ ἐκκλησιαστικὸ αἰσθητήριο, τὰ ὁποῖα ἐπιβιώνουν μέχρι τὴ σύγχρονη ἐποχή.

Ἂς δοῦμε τὶς ὀκτὼ εὐχὲς γιὰ τοὺς κεκοιμημένους μὲ τὴ σειρὰ ποὺ τὶς καταγράφει ὁ διδάσκαλος Νικόλαος Ἀθ. Ζάρακας:
1) «Ὁ Θεὸς συγχωρέσῃ τον» (πρὸς τοὺς συγγενεῖς τοῦ ἀποβιώσαντος).
Πρόκειται γία ἀπὸ τὶς πλέον συνηθισμένες εὐχές, ἡ ὁποία στηρίζεται στὴν πίστη ὅτι ὁ καιρὸς τῆς μετανοίας γιὰ κάθε ἄνθρωπο ὁλοκληρώνεται μὲ τὴν ἐκδημία του. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ Χριστιανὸς θὰ περάσει τὸ κατώφλι τοῦ θανάτου δὲν δύναται νὰ ἁμαρτήσει οὔτε νὰ μετανοήσει. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἡ συγχώρηση προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ πορεία τοῦ κεκοιμημένου ἔχει προσδιοριστεῖ ἀπὸ τὴ μετάνοια ποὺ ἐπέδειξε ἐνῶ ζοῦσε. Ἡ μοναδικὴ δυνατότητα ποὺ ἔχει κάποιος νὰ βελτιωθεῖ ἡ μετὰ θάνατον κατάστασή του, πέρα ἀπὸ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, εἶναι οἱ προσευχὲς καὶ τὰ μνημόσυνα τῶν οἰκείων του καὶ τῆς Ἐκκλησίας. Γι᾿ αὐτό, βασικὴ μέριμνα τῶν προσφιλῶν προσώπων τοῦ κεκοιμημένου παραμένει ἡ τέλεση τῶν μνημοσύνων κατὰ τὴν τάξη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μὲ σκοπὸ τὴν ἀνάπαυσή του. Πέρα ἀπὸ τὴν τέλεση μνημοσύνων σημαντικὴ εἶναι ἡ προετοιμασία καὶ προσφορὰ ἄρτου («λειτουργιᾶς») καὶ οἴνου γιὰ τέλεση τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας μαζὶ μὲ τὰ ὀνόματα τῶν προσφιλῶν νεκρῶν τοῦ προσφέροντος. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ μὲ αὐτὲς τὶς πράξεις ἐκδηλώνεται ἐμπράκτως ἡ ἀγάπη τῶν ζώντων πρὸς τὸν ἀπελθόντα, ἀλλὰ καὶ ἡ ἐπιθυμία τους νὰ δεχθεῖ ὁ τελευταῖος τὴ συγχώρηση καὶ νὰ ἀξιωθεῖ τοῦ παραδείσου.

2) «Χρόνια νὰ σᾶς ᾿φήν» (καὶ πάλι πρὸς τοὺς οἰκείους τοῦ κεκοιμημένου).
Μία εὐχὴ ἡ ὁποία δὲν ἀπευθύνεται στὸν κεκοιμημένο, ἀλλὰ στοὺς ζῶντες ἀπογόνους καὶ συγγενεῖς του.
Ἐπίσης ἀρκετὰ συνηθισμένη, ἰδιαίτερα στὴ μορφὴ «μᾶς ἄφησε χρόνια / χρόνους». Μὲ αὐτὴ δηλώνεται ἡ ἐπιθυμία τοῦ εὐχομένου νὰ ζήσουν οἱ συγγενεῖς καὶ οἱ ἀπόγονοι τοῦ νεκροῦ, ὥστε νὰ ἀπολαύσουν μακροζωΐα καὶ νὰ διατηρήσουν ἐπὶ μακρὸν ζωντανὴ τὴ μνήμη τοῦ μεταστάντος. Εἶναι σημαντικὴ εὐχὴ διότι, καθὼς ἀπευθύνεται πρὸς τοὺς ζωντανοὺς συγγενεῖς τοῦ μεταστάντος, τονίζει ὅτι ὁ κεκοιμημένος δὲν χάνεται οὔτε παύει νὰ εἶναι μέλος τῆς οἰκογένειάς του, ἀλλὰ εἶναι εὐθύνη καὶ ὑποχρέωση τους νὰ διατηρήσουν ἐνεργὴ τὴ σχέση μαζί του μὲ προσευχή, μὲ τὰ κεκανονισμένα μνημόσυνα καὶ μὲ τὴν τέλεση Θείας Λειτουργίας ὑπὲρ ἀναπαύσεως τῆς ψυχῆς του.
Οἱ εὐλογημένες αὐτὲς πρακτικὲς τῆς παραδόσεώς μας διατηροῦνται μὲ ἀγάπη καὶ εὐλάβεια στὸ Πυλὶ δηλώνοντας τὸ σεβασμὸ τῶν ζώντων πρὸς τὸν κεκοιμημένο καὶ τὴ διαρκὴ ἀνάμνηση τῆς παρουσίας του κοντά τους κατὰ τὴν ἐπίγεια ζωή του.

3) «Ὁ Θεὸς νὰ μυρίσῃ τὴ ψυχή ντου».
Πρόκειται γιὰ μία ἰδιαίτερα πρωτότυπη εὐχὴ στηριγμένη στὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιὰ κατὰ χάριν θέωση τοῦ ἀνθρώπου.
Σύμφωνα μὲ αὐτὴ ὁ ἄνθρωπος ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ μετέχει στὶς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν ἀγάπη Του τοῦ προσφέρει συχνὰ σημεῖα, σημάδια, τῆς εὐεργετικῆς παρουσίας Του παρὰ τὸ ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς εἶναι ἄκτιστος, ἀδημιούργητος καὶ ἀνενδεής, καὶ ἡ οὐσία Του παντελῶς ἀπρόσιτη στὸν κτιστὸ καὶ πεπερασμένο ἄνθρωπο, ὅπως καὶ σὲ κάθε ἄλλο δημιούργημά Του. Ἡ διάκριση κτιστοῦ ἀκτίστου εἶναι ἰδιαιτέρως σημαντικὴ γιὰ τὴ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας ὅπως σημειώνει ὁ ἀείμνηστος καθηγητὴς Νικόλαος Ματσούκας: «ἡ θεολογία πάντοτε βρίσκεται στὸ δικό της ἀμετακίνητο θεμέλιο ποὺ εἶναι ἡ σχέση ὄντος καὶ μὴ ὄντος, ἀκτίστου καὶ κτιστοῦ, δημιουργοῦ καὶ δημιουργήματος, οὐσίας καὶ ἐνεργειῶν». Παρὰ ταῦτα, ἡ ἄμετρη ἀγάπη καὶ τὸ ἔλεός Του ἀποκαλύπτονται στὸν κόσμο μὲ τὶς ἄκτιστες θεῖες ἐνέργειες, οἱ ὁποῖες προσφέρουν στὸν μετέχοντα μιὰ ξεκάθαρη ἄκτιστη ἐμπειρία τοῦ Ἁγίου Θεοῦ. Μποροῦμε νὰ ἐντοπίσουμε πάρα πολλὰ παραδείγματα ἐκδηλώσεως θείων ἐνεργειῶν, οἱ ὁποῖες θὰ μποροῦσαν νὰ προσδιοριστοῦν ὡς ἄκτιστες δυνάμεις διαχεόμενες στὸν κτιστὸ κόσμο, στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ στὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπιχειρώντας μιὰ δειγματοληπτικὴ ἐπιλογὴ θὰ μπορούσαμε νὰ ἀναφέρουμε τὴ φλεγομένη καὶ μὴ καιομένη βάτο, τὴ στήλη πυρὸς καὶ καπνοῦ, ἡ ὁποία καθοδηγοῦσε τοὺς ἰσραηλίτες στὴν ἔρημο, τὰ θαυμαστὰ σημεῖα μὲ τὰ ὁποῖα ὁ Χριστὸς παρουσίασε τὸν Πατέρα Του στὸν κόσμο μας, τὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «ἐν εἴδει περιστερᾶς» καὶ τὴ φωνὴ ἐξ οὐρανοῦ στὴ Βάπτιση τοῦ Κυρίου, τὰ φοβερὰ γεγονότα τῆς Σταυρώσεως, τὴν Ἀνάσταση, τὴν Πεντηκοστὴ καὶ τόσα ἄλλα.
Οἱ θεοσημίες δὲν σταματοῦν στὰ ἀποστολικὰ ἢ στὰ πρῶτα χριστιανικὰ χρόνια, ἀλλὰ συνεχίζονται μέχρι τὶς ἡμέρες μας ἀμείωτες, ἀδιάλειπτα, ἀποτελώντας ἐνδείξεις ποὺ ὑπογραμμίζουν τὴν ἀγάπη καὶ τὴν πρόνοια τοῦ Δημιουργοῦ μας: ἄφθαρτα σώματα ἁγίων, εὐωδία λειψάνων, χαρίσματα-καρποὶ τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἰάσεις καὶ πολλὰ ἄλλα «σημεῖα καὶ τέρατα» κατὰ τὴ βιβλικὴ ἔκφραση (Ἰω. 4:48, Πρ. 2:19, 2:43, 4:30 κ.λ.π.).
Διαβάζοντας, λοιπόν, τὶς καταγεγραμμένες πυλιώτικες εὐχὲς ἀνακαλοῦμε τὴν καίρια καὶ σημαντικὴ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας σχετικὰ μὲ τὴ θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Μὲ τὴ δυνατότητα νὰ μετέχουμε στὶς θεῖες ἐνέργειες μποροῦμε νὰ μιλήσουμε μὲ ἀσφάλεια γιὰ κατὰ χάριν θέωσή μας. Ὁ ἄνθρωπος καὶ κανένα πλάσμα, ἐξαιτίας τῆς κτιστότητας, δὲν μπορεῖ νὰ γνωρίσει τὴ θεία οὐσία. Ἡ καίρια αὐτὴ διάκριση δὲν ἔγκειται ἀνάμεσα στὸ ὑλικὸ καὶ στὸ ἄυλο, ἀλλὰ ἐντοπίζεται στὸ ἂν κάτι ὑπάρχει χωρὶς νὰ ἔχει ὁδηγηθεῖ στὸ εἶναι ἀπὸ τὸ μὴ εἶναι (ἄκτιστο) ἢ ἂν ὑπάρχει ἔχοντας ὁδηγηθεῖ στὸ εἶναι ἀπὸ τὸ μὴ εἶναι (κτιστό) (Νικόλαος Ματσούκας: «Ἡ βασικὴ καὶ πρωταρχικὴ . . . διάκριση τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας εἶναι μεταξὺ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου, καὶ ὄχι μεταξὺ ὑλικοῦ καὶ πνευματικοῦ, αἰσθητοῦ καὶ νοητοῦ, ὁρατοῦ καὶ ἀοράτου, σωματικοῦ καὶ ψυχικοῦ»). Παραταῦτα, ἡ παρουσία καὶ διάχυση τῶν ἀκτίστων θείων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο μας καὶ ἡ δυνατότητα ποὺ μᾶς προσφέρθηκε νὰ μετέχουμε σὲ αὐτὲς μᾶς δίνουν τὴ μοναδικὴ εὐκαιρία νὰ ὑπερβοῦμε αὐτὴ τὴ διάκριση καὶ νὰ ἀποκτήσουμε ἄμεση γνώση τῆς θεϊκῆς παρουσίας. Μποροῦμε, κατὰ κυριολεξία, νὰ μυρίσουμε τὸ Θεό, νὰ νιώσουμε τὴ ζεστασιά Του, νὰ αἰσθανθοῦμε τὴν εὐεργετικὴ παρουσία Του, νὰ ζήσουμε μέσα στὴν ἀγάπη Του.
Ὅπως τονίζει ὁ Μητρ. Ναυπάκτου Ἱερόθεος Βλάχος «στὴ φιλοσοφία ὡς γέφυρα θεωροῦνταν ἡ λογικὴ τοῦ ἀνθρώπου. Στὴν ὀρθόδοξη παράδοση ἡ μοναδικὴ γέφυρα ποὺ μπορεῖ νὰ ἑνώσει τὸ κτιστὸ καὶ τὸ ἄκτιστο εἶναι τὸ ἴδιο τὸ ἄκτιστο καὶ ἡ δυνατότητα ποὺ προσφέρει στὸ κτιστὸ νὰ ζήσει μέσα στὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ποὺ ἐνεργεῖ στοὺς θεουμένους, στοὺς Ἁγίους».
Μάλιστα, οἱ σχετικὲς περιγραφὲς θεοπτίας, κάθε μορφῆς, ἀποπνέουν ἰδιαίτερη γλυκύτητα καὶ ζεστασιά, ἀλλά, σύμφωνα μὲ τὶς ἀναφορὲς τῶν θεοπτῶν οἱ περιγραφές, ὅσο ἀκριβεῖς καὶ παραστατικὲς καὶ ἂν εἶναι, δὲν μποροῦν νὰ μεταφέρουν τὴ μοναδικὴ αἴσθηση τῆς παραμονῆς κάποιου, ἔστω καὶ γιὰ λίγο, μέσα στὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καταυγαζομένου ἀπὸ Αὐτὸ καὶ ἀπολαμβάνοντος τὰ χαρίσματά Του.

4) «Ὁ Θεὸς νὰ μακαρίσῃ τὰ πεθαμμένα σου».
Καὶ σὲ αὐτὴ τὴν εὐχὴ διαπιστώνουμε ὅτι ὁ εὐχόμενος ἀπευθυνόμενος στοὺς ἀπογόνους καὶ συγγενεῖς τοῦ ἐκλιπόντος ζητᾶ ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ τὸν βοηθήσει ἐφόσον ὁ ἴδιος πλέον δὲν μπορεῖ νὰ κάνει κάτι γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς του. Μακάριος εἶναι αὐτὸς πού, πλέον, ἀναπαύεται στοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ.
Αὐτὲς οἱ εὐχὲς εἶναι σημαντικὲς καὶ γιὰ τὸ ὅτι, ἂν καὶ κάποιος μπορεῖ νὰ ὑποθέσει ὅτι λέγονται μηχανικά, στὴν πραγματικότητα διασώζουν ἐκκλησιαστικὸ ἦθος αἰώνων καὶ μεταφέρουν τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας στὸν σύγχρονο κόσμο παρὰ τὰ ὅσα κατὰ καιροὺς ὑποστηρίζονται.
Ἡ παρουσία τῆς θείας χάριτος στὴν καθημερινότητα κάθε ἀνθρώπου πρέπει νὰ θεωρεῖται δεδομένη ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν προϋπόθεση ὅτι καὶ ὁ πιστὸς θὰ τὴν ζητήσει.
Ἡ ἀπάντηση σὲ αὐτὲς τὶς εὐχὲς εἶναι καταφατικὴ -συνήθως τὸ «Ἀμήν», τὸ ὁποῖο δηλώνει τὴν ἐπιθυμία τῶν συγγενῶν γιὰ πραγματοποίησή της.

5) «Νὰ ἁγιάσῃ ἡ ψυχὴ τοῦ πατέρα/τῆς μητέρας σου».
Ἡ ἐπιδίωξη τῆς ἁγιότητας εἶναι κομβικῆς σημασίας γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ χριστιανοῦ. Στόχος του παραμένει πάντοτε ἡ ὀρθὴ ἀξιοποίηση τῶν στοιχείων τοῦ «κατ᾿ εἰκόνα» γιὰ τὴν ἐπίτευξη τοῦ «καθ᾿ ὁμοίωσιν». Ὁ ἅγιος παραμένει τὸ πρότυπο γιὰ κάθε πιστό, καθώς, ἔχοντας ζήσει ἐν ἀγάπῃ καὶ μετανοίᾳ, κατόρθωσε νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸ Θεὸ καὶ νὰ γίνει κοινωνὸς τῶν θείων ἐνεργειῶν.
Σὲ αὐτὴ τὴν εὐχὴ διαπιστώνουμε ὅτι ὁ εὐχόμενος ἀναφέρεται στὴν ψυχὴ τοῦ κεκοιμημένου. Αὐτὸ ὑποδηλώνει ὅτι ἡ λαϊκὴ πίστη στὴν ὕπαρξη τῆς ψυχῆς συμβαδίζει μὲ τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία δέχεται τὴν ὕπαρξη ψυχοσωματικῆς ἑνότητας τοῦ ἀνθρώπου κατὰ τὴ δημιουργία καὶ ἀπώλειά της μὲ τὴν ἐπιλογὴ ποὺ ὁδήγησε στὴν πτώση. Ἡ ἑνότητα αὐτὴ ἀποκαθίσταται μὲ τὴν ἐν Χριστῷ ζωὴ καὶ ὁ ἄνθρωπος ὁδηγεῖται στὸ καθ᾿ ὁμοίωσιν, τὴν κατὰ χάριν θέωση. Ἔτσι, ὅταν ὁ λαός μας εὔχεται νὰ «ἁγιάσει ἡ ψυχὴ» κάποιου, κατ᾿ ἀκρίβειαν, εὔχεται τὴν σωτηρία του, καθὼς ζητᾶ νὰ ἀποκτήσει ὁ κεκοιμημένος καὶ πάλι τὴν ἀπωλεσθεῖσα ἑνότητα ψυχῆς καὶ σώματος.

6) «Ἅγιο λείψανο νἄβγῃ ὁ πατέρας/ἡ μητέρα σου».
Ξεχωριστὴ σημασία γιὰ τὴν πραγμάτευση τοῦ θέματός μας ἔχει ἡ συγκεκριμένη εὐχὴ καθὼς εἶναι γνωστὸ ὅτι ἕνα ἀπὸ τὰ σημάδια τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο εἶναι ἡ ἀφθαρσία τῶν ἱερῶν λειψάνων. Ἡ λέξη λείψανο προέρχεται ἐτυμολογικὰ ἀπὸ τὸ ἀρχαιοελληνικὸ ρῆμα «λείπω» καὶ ὑποδηλώνει τὸ ὅτι, μετὰ τὸν χωρισμὸ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα κατὰ τὴ στιγμὴ τοῦ θανάτου, τὸ μὲν σῶμα μένει στὴ γῆ ἡ δὲ ψυχὴ ἀπέρχεται στὸν οὐρανό.
Ἡ εὐχὴ αὐτή, λοιπόν, τονίζει τὴν πραγματικότητα τοῦ χωρισμοῦ σώματος καὶ ψυχῆς, λόγῳ τοῦ γεγονότος τοῦ θανάτου, ἀλλὰ μὲ τὴν προσθήκη τοῦ ἐπιθέτου «ἅγιο» παραπέμπει στὴν ἐλπίδα τῆς ἁγιότητας, ἡ ὁποία παραμένει ὁ μόνιμος καὶ κύριος στόχος κάθε πιστοῦ.
Ὁ χρόνος ἐκπληρώσεως τῆς εὐχῆς προσδιορίζεται κατὰ τὴ στιγμὴ τῆς ἐκταφῆς τοῦ σώματος τοῦ ἐκλιπόντος καὶ ἀναμφίβολα σχετίζεται μὲ τὴν προσδοκία τῶν οἰκείων του νὰ ἔχει ὁλοκληρωθεῖ ἡ διάλυση τοῦ σώματος στὰ συστατικά του στοιχεῖα. Ἡ εὐχὴ φανερώνει τὴν ἀνησυχία τῶν συγγενῶν μήπως τὸ σῶμα εἶναι ἀδιάλυτο κάτι ποὺ κατὰ τὴν λαϊκὴ ἀντίληψη δηλώνει τὴν ἁμαρτωλότητα τοῦ νεκροῦ, ἐνῶ ἀντιθέτως τὸ διαλελυμένο σῶμα σημειώνει τὴν κατ᾿ εὐχὴν ὁλοκλήρωση τοῦ κύκλου τοῦ μεταστάντος στὴ γῆ καὶ τὴν ἀνάπαυσή του. Μάλιστα, ὅταν τὰ ὀστὰ ἔχουν ἀνοικτὸ κίτρινο, σὰν κερί, χρῶμα ἡ βεβαιότητα τῆς ἀναπαύσεως εἶναι ἰσχυρότερη καὶ δὲν ἐπιδέχεται ἀμφισβήτηση.

7) «Νὰ μυρίσουν ντὰ κόκκαλα τοῦ πατέρα/τῆς μητέρας σου».
Καὶ μὲ αὐτὴ τὴν εὐχὴ ἀποκαλύπτεται ἕνα σημαντικὸ στοιχεῖο τῆς θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς θεῖες ἐνέργειες. Ἡ εὐχὴ νὰ μυρίσουν τὰ κόκκαλα τοῦ κεκοιμημένου δηλώνει τὴ δυνατότητά μας νὰ προσεγγίσουμε τὶς θεῖες ἐνέργειες μὲ μία ἀπὸ τὶς πέντε αἰσθήσεις μας: τὴν ὄσφρηση. Ὁ σύγχρονος σκεπτικιστὴς καὶ ἐγκλωβισμένος στὴν πραγματικότητα ποὺ ἀποκαλύπτουν οἱ αἰσθήσεις ἄνθρωπος εἴτε θὰ ἀρνηθεῖ τὴ δυνατότητα νὰ ἀποκτήσει γνώση τοῦ Θεοῦ μέσῳ τῆς ὀρφρήσεως εἴτε θὰ θεωρήσει αὐτὴ τὴν ἐμπειρία καρπὸ τῆς κτιστῆς πραγματικότητας ἐμπλεκόμενος σὲ μιὰ διαδικασία ἐκλογικεύσεως. Ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ὅμως, ἑδράζεται στὴν ἐμπειρία τῶν θεουμένων, ἡ ὁποία εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς μετανοίας, τῆς καθάρσεως καὶ τοῦ φωτισμοῦ τους, καὶ μᾶς παρέχει πλῆθος σχετικῶν σημείων τῆς ἀγάπης καὶ τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ.
Ἡ εὐχὴ «νὰ μυρίσουν τὰ κόκκαλα» κάποιου μεταφέρει αὐτὴ τὴν καταλυτικὴ ἐμπειρία στὴ σύγχρονη καθημερινότητα μεταμορφώνοντας τὴν σκληρή, καί, γιὰ κάποιους, δίχως ἐλπίδα ζωὴ σὲ χῶρο βιώσεως τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ἡ εὐχὴ αὐτὴ εἰσάγει στὴν καθημερινότητα τὴν ἐμπειρία αὐτῶν ποὺ ἔνιωσαν καὶ μύρισαν τὴ θεία χάρη ἀπὸ τὰ εὐωδιάζοντα λείψανα τῶν ἁγίων.

8) «Ὁ Θεὸς ν᾿ ἀναπάψῃ τὴ ψυχή ντου».
Μὲ αὐτὴ τὴν εὐχή, ἡ ὁποία συναντᾶται καὶ πέρα ἀπὸ τὴν πυλιώτικη παράδοση, ὁλοκληρώνεται ἡ ἀναφορὰ στὶς «πένθιμες» (ὅπως ἀναφέρει ὁ Νικόλαος Ζάρακας) εὐχές, οἱ ὁποῖες, ὅμως, δὲν ἀποπνέουν ἄρωμα θανάτου, ἀλλὰ ζωῆς.
Ἡ ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς διαπιστώνεται μὲ πολλοὺς τρόπους (τὴ διάλυση τοῦ σώματος, τὴν ἱλαρὴ ἐμφάνιση τοῦ κεκοιμημένου στοὺς οἰκείους του μέσα σὲ ὄνειρα, τὴν εὐωδία τῶν λειψάνων, τὸ κερένιο χρῶμα τῶν ὀστῶν κ.ἄ.) ἀποτελώντας ἰσχυρὴ ἔνδειξη γιὰ τὴν αἴσια ὁλοκλήρωση τῆς πορείας τοῦ ἀνθρώπου ὄχι μόνο ἀπὸ τὴ γέννηση μέχρι τὸ θάνατο, ἀλλὰ καὶ μέχρι τὴ δευτέρα παρουσία τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ἀνακαίνιση τῆς Κτίσεως.

Γ. Ἐπίλογος.

Κλείνοντας αὐτὴ τὴ σύντομη παρουσίασή μας ἀναφέρουμε ὡς παράδειγμα ποὺ συνοψίζει ὅλα ὅσα εἴπαμε καὶ ἐμπεριέχεται στὶς εὐχές, τὸ περιστατικὸ τοῦ ἀνοίγματος τοῦ τάφου τοῦ Ἁγίου Σάββα τῆς Καλύμνου. Ὅπως διαπιστώνουμε ἀπὸ τὴ σχετικὴ περιγραφὴ τοῦ ἀειμνήστου Καθηγητοῦ Πατρολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Στυλιανοῦ Παπαδοπούλου στὴν περίπτωση τοῦ Ἁγίου Σάββα οἱ πυλιώτικες εὐχὲς ἐμφανίστηκαν πραγματοποιηθεῖσες μὲ ἐντονα καὶ ἰδιαιτέρως ἐμφανῆ στοιχεῖα, ὅπως ἡ ἀφθαρσία τοῦ λειψάνου («ἅγιο λείψανο»), ἡ ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς, ἡ εὐωδία τοῦ λειψάνου («νὰ μυρίσουν τὰ κόκκαλά ντου») κ.ἄ.:
Τὸ 1957 τὸ ἀπόγευμα τοῦ Σαββάτου 7 Ἀπριλίου ἔγινε ἡ πρώτη ἐκταφὴ τοῦ ἱεροῦ λειψάνου τοῦ Ἁγίου Σάββα τοῦ ἐν Καλύμνῳ. Γιὰ τὴν ἀκρίβεια οἱ πατέρες καὶ οἱ μοναχὲς τῆς Μονῆς τῶν Ἁγίων Πάντων, μὲ τὴν παρουσία τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Λέρου, Καλύμνου καὶ Ἀστυπαλαίας Ἰσιδώρου, μετακίνησαν τὴν χτιστὴ πλάκα ποὺ σκέπαζε τὸν τάφο. Ἡ εὐωδία ποὺ ἀμέσως ξεχύθηκε ἀπὸ τὸν τάφο καὶ τὸ ἴδιο τὸ λείψανο ἦταν ἔντονη. Οἱ παρόντες κυριολεκτικὰ συγκλονίστηκαν. Τὰ δάκρυα ἔτρεχαν. Ἐνώπιον τῆς θαυμαστῆς ἀφθορίας καὶ εὐωδίας ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Λέρου, Καλύμνου καὶ Ἀστυπαλαίας Ἰσίδωρος ζήτησε νὰ καλύψουν ἐκ νέου τὸν τάφο μὲ τὴ μεγάλη πλάκα ποὺ εἶχαν μετακινήσει καὶ ἀφοῦ ἐνημέρωσε τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἀνέμενε ὁδηγίες γιὰ τὰ περαιτέρω.
Κι ἐνῶ αὐτὰ συνέβαιναν ψηλὰ στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίων Πάντων, ὅπου βρισκόταν ὁ τάφος τοῦ Ἁγίου Σάββα, στὴν πόλη τῆς Καλύμνου ἔφθασε τὸ ἐκπληκτικὸ θαῦμα. Χωρὶς κανεὶς νὰ ἐνημερώσει τοὺς κατοίκους τῆς πόλης ἡ εὐωδία ἀπὸ τὸν ἀνοικτὸ τάφο κατέβηκε ἀπὸ τὸ βουνὸ καὶ ἔφθασε στὴν πόλη. Πολλοὶ τὴν ἀνέπνευσαν. Πολλοὶ τὴν ἀπήλαυσαν. Πολλοὶ Καλύμνιοι τῆς ἐποχῆς ἐπιβεβαίωσαν τὸ ἐντυπωσιακὸ γεγονός. Ἀμέσως κατάλαβαν ἀπὸ ποὺ προερχόταν ἡ εὐωδία. Μέσα σὲ λίγα λεπτὰ πλῆθος κόσμου πῆρε τὸ δρόμο γιὰ τὴ Μονὴ τῶν Ἁγίων Πάντων. Ὅλοι βιάζονταν νὰ φθάσουν στὸν Ἅγιο. Συνεπαρμένοι ἀπὸ τὴν εὐωδία ὅλοι ἤθελαν νὰ δοῦν τὸν παππούλη, νὰ τὸν προσκυνήσουν. Τότε ὁ ἐπίσκοπος σήκωσε τὸ σκέπασμα τοῦ τάφου καὶ τὸ πλῆθος ποὺ εἶχε συγκεντρωθεῖ στοὺς βράχους γύρω καὶ πάνω ἀπὸ τὸ μνῆμα εἶδε τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου, τὸ Ἅγιο λείψανό του (Στυλιανοῦ Γ. Παπαδοπούλου, Ἅγιος Σάββας ὁ νέος (+ 1948) (ἐν Καλύμνῳ), Ἡ πορεία του, ἡ ἄσκησή του, τὰ χαρίσματά του, Ἀθήνα, 2010, σελ. 19-21).
Ὁ Ἅγιος Σάββας, μὲ τὴν ἁγιότητα του βίου του, μετέσχε καὶ μετέχει στὶς ἄκτιστες θεῖες ἐνέργειες, οἱ ὁποῖες διαχέονται στὸν κτιστό, μεταπτωτικό, κόσμο μας.
Ἀναμφίβολα, στὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ὑπάρχουν ἀμέτρητα τέτοια θαυμαστὰ σημεῖα τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, τὰ ὁποῖα φανερώνουν μὲ ἐνάργεια τὴ διαρκὴ πρόνοια καὶ τὴν ἄμετρη ἀγάπη Του γιὰ τὸν κόσμο. Τὸ περιστατικὸ ποὺ ἀναφέραμε, ὡς κατακλείδα, συμπυκνώνει πολλά, ἐνδιαφέροντα καὶ σημαντικὰ στοιχεῖα ποὺ ἀποτελοῦν ζητούμενο στὶς πυλιώτικες εὐχὲς καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ προσδιορίζουν μὲ σαφήνεια τὸν στόχο τῆς ζωῆς μας καὶ τῆς παρουσίας μας σὲ τοῦτο τὸν κόσμο, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὴν κατάκτηση τῆς ἁγιότητας.
Ταυτόχρονα, τὰ θαυμαστὰ γεγονότα ποὺ συνόδευσαν τὴν ἐκταφὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα τῆς Καλύμνου, ἀποτελοῦν μιὰ σύγχρονη μαρτυρία ὅτι ἡ ἐπιδίωξη τῆς ἁγιότητας δὲν εἶναι ἕνα λησμονημένο ὅραμα τοῦ παρελθόντος, ἀλλὰ ἕνας διαχρονικὸς τρόπος ζωῆς μέσα στὴ χάρη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Εἶναι σημαντικὸ νὰ τονίσουμε ὅτι στὴν ἴδια διαπίστωση ὁδηγούμαστε ἀφ᾿ ἑνὸς μελετώντας τὴν πυλιώτικη παράδοση, ὅπως τὴν γνωρίσαμε μέσα ἀπὸ τὶς «πένθιμες εὐχές», ποὺ διέσωσε ὁ Νικόλαος Ἀθ. Ζάρακας, καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου γνωρίζοντας τὴ λαϊκὴ θρησκευτικότητα τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων τοῦ τόπου μας, ὅπως τὴ ζοῦμε στὶς οἰκογενειακὲς σχέσεις καὶ στὴν εὐλογημένη καθημερινότητά τους.

 


Νὰ σημειώσουμε ὅτι ὅσες ὑποσημειώσεις τοῦ ἄρθρου τοῦ Σεβασμιωτάτου ἦταν δυνατὸ ἐνσωματώθηκαν στὸ κείμενο. Οἱ ὑπόλοιπες, λόγω τῆς φύσεως τῆς δημοσιεύσεως, ἀπαλείφθηκαν κατὰ τὴν προετοιμασία του γιὰ ἠλέκτρονικὴ ἀνάρτηση.