Ιερά Μητρόπολις Κω και Νισύρου

Ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος ὁ Λατρηνός, ὁ ἐν Κῷ καί Πάτμῳ ἀσκήσας

Ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος ὁ Λατρηνός, ὁ ἐν Κῷ καί Πάτμῳ ἀσκήσας

Ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος‚ κατά κόσμον Ἰωάννης‚ γεννήθηκε στό πρῶτο (α') τέταρτο τοῦ 11ου αἰῶνα –πιθανόν περί τό 1020– σέ μία μικρή πόλη κοντά στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας ἀπό εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετους γονεῖς‚ τὸν Θεόδωρο καὶ τὴν Ἄννα.

Ὁ νεαρός Ἰωάννης διδάχθηκε ἀπό μικρός τά γράμματα καἰ ἐντρύφησε μέ ζῆλο στή μελέτη τῶν θείων γραφῶν. Ἀπό τήν ἐφηβική του ἡλικία φλεγόταν ἀπό τόν πόθο νά ἀκολουθήσει τήν ὁδό τοῦ μοναχικοῦ βίου. Οἱ γονεῖς του‚ φοβούμενοι μήπως τὀν χάσουν ἀπό κοντά τους‚ ἐπέμεναν νὰ νυμφευθεῖ‚ ἀλλά πρίν ἀπό τόν γάμο ἀποφάσισε νά ἀκολουθήσει τήν κλήση τοῦ Θεοῦ καί ἔφυγε κρυφά ἀπό τό χωριό του‚ καταφεύγοντας στό ὄρος Ὄλυμπος τῆς Βιθυνίας ὅπου ὑπῆρχαν πολλά μοναστήρια καὶ κελλιά. Ἐκεῖ ὁ Ἰωάννης ἔγινε δόκιμος καί τό 1043 ἐκάρη μοναχός καί ἔλαβε τό ὅνομα Χριστόδουλος‚ ἐξαιτίας τῆς μεγάλης του ἀγάπης γιά τόν Ἰησοῦ Χριστό. Παρέμεινε γιά λίγο σέ κάποια μονή τῆς περιοχής καί γύρω στό 1045‚ μετά τόν θάνατο τοῦ πνευματικοῦ πατέρα του‚ πραγματοποίησε ἕνα μεγάλο προσκυνηματικό ταξίδι. Πρώτα, κατά πᾶσα πιθανότητα, ἐπισκέφθηκε τή Ρώμη‚ γιά νά προσκυνήσει τούς τάφους τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου. Ἀπό ἐκεῖ πῆγε γιά προσκύνημα στούς Ἁγίους Τόπους καί, στή συνέχεια, ἀνεχώρησε γιά τήν ἔρημο τῆς Παλαιστίνης‚ ὅπου πιθανῶς ἐγκαταβίωσε στή Μονή τοῦ Ἁγίου Σάββα καί ἐπιδόθηκε σέ ἄσκηση. Μετά τήν εἰσβολή τῶν Σελτζούκων Τούρκων στήν Παλαιστίνη καί πιθανόν μετά τήν κατάληψη τῆς Ἱερουσαλήμ (1076)‚ ἀλλά καί λόγῳ τοῦ κύματος ἐπιθέσεων τῶν Ἀγαρηνῶν στά μοναστήρια τῆς Παλαιστίνης‚ οἱ μοναχοί ἀναγκάστηκαν νὰ ἐγκαταλείψουν τήν ἔρημο.

Ὁ Ὅσιος‚ μαζί μέ ἄλλους μοναχούς‚ κατευθύνθηκε στό ὄρος Λάτρος ἤ Λάτμος‚ κοντά στή Μίλητο τῆς μικρασιατικῆς Καρίας‚ ὅπου εἶχαν καταφύγει πολλοί μοναχοί τῆς Αἱγύπτου ἀπό τό Σινᾶ καί τή Ραϊθώ‚ μετά ἀπό φονικές ἐπιθέσεις Ἀράβων. Ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος ἐντάχθηκε στή μοναστική κοινότητα τῆς Θεοτόκου τοῦ Στύλου στό ὄρος Λάτρος‚ πού ἱδρύθηκε στά μέσα τοῦ 10ου αἰῶνα ἀπό τόν Παῦλο τόν Νέο καί λειτουργούσε ὡς Λαύρα. Ὀ μοναχισμός στό ὅρος Λάτρος βρισκόταν τότε σέ μεγάλη ἀκμή καί ὁ Ὅσιος ἐπιδόθηκε μέ ζῆλο στήν προσευχή καί τή νηστεία. Λόγῳ τοῦ ἐνάρετου‚ ἀσκητικοῦ βίου του ἀπέκτησε μεγάλη φήμη. Διακρίθηκε μὲ τὸ ἦθος του‚ τούς ἀσκητικούς του ἀγῶνες καί τήν πνευματική του κατάρτιση‚ γεγονός πού σύντομα ὁδήγησε τούς μοναχούς τοῦ Στύλου νά τόν ἐκλέξουν Ἡγούμενο τῆς Λαύρας. Παράλληλα‚ διορίστηκε ἀπό τόν Πατριάρχη Κοσμᾶ Α' Ἱεροσολυμίτη (1075-1081) πρῶτος καί ἀρχιμανδρίτης ὅλων τῶν μονῶν τοῦ Λάτρους. Στήν τριετή θητεία του (1076-1079) ἀνέπτυξε ἀξιομνημόνευτη δράση. Κατέβαλε ἰδιαίτερες προσπάθειες γιά τήν ὀργάνωση τῶν κοινοβίων στήν περιοχή‚ φρόντισε γιά τόν ἐμπλουτισμό τῆς βιβλιοθήκης μέ νέα βιβλία καί μερίμνησε γιά τήν κατασκευή ὀχυρωματικῶν ἔργων πού στόχο εἶχαν τήν προστασία τῆς Μονῆς τοῦ Στύλου. Ἡ παρουσία του στό Λάτρος φωτίζει ἀρκετές πτυχές σχετικά μέ τήν ἀνάπτυξη καί τήν ἀναδιοργάνωση τοῦ μοναχισμοῦ στήν περιοχή‚ ἀλλά καί γενικά τό θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας τῶν μοναστικῶν ἱδρυμάτων καί τή διαχείριση τῶν περιουσιακῶν στοιχείων τους κατά τόν 11ο αἰῶνα. Ἡ φήμη τοῦ Ὁσίου Χριστοδούλου ἐξαπλώθηκε στά πέρατα τῆς αὐτοκρατορίας καὶ τοῦ ἐδόθη τό ἐπίθετο Λατρηνός.

Κατά τό διάστημα πού ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος ἦταν Ἡγούμενος τῆς Μονῆς Θεοτόκου τοῦ Στύλου‚ τό Λάτρος ἦταν ἐκτεθειμένο ἄμεσα σέ ἐξωτερικούς κινδύνους λόγῳ τῶν ἐπιδρομῶν τῶν τουρκικῶν φύλων στήν εὐρύτερη περιοχή. Σημαντικές ἦταν καί οἱ ἐσωτερικές δυσκολίες‚ δεδομένου ὅτι διατυπώθηκαν ἐναντίον τοῦ Ὁσίου Χριστοδούλου κατηγορίες γιά τή διαχείριση τῶν οἰκονομικῶν τῆς Θεοτόκου τοῦ Στύλου‚ οἱ ὁποῖες ὡστόσο ἀφοροῦσαν‚ τό πιθανότερο‚ τό αὐτοδέσποτο καθεστώς τῆς Μονῆς. Ὁ Ὅσιος στίς ἀρχές τοῦ 1079 πραγματοποίησε τό πρῶτο του ταξίδι στήν Κωνσταντινούπολη μέ σκοπό νά συναντηθεῖ μέ τόν Πατριάρχη Κοσμᾶ Α' καί νά διευκρινίσει τήν ὑπόθεση. Ἀρχικά ἔτυχε εὐνοϊκῆς ἀκρόασης καὶ ἀργότερα ἐκδόθηκε ἐπίσημη πατριαρχική ἀπόφαση‚ «λύσις»‚ εἰς βάρος του. Πρὸς ὑπεράσπιση τοῦ ἑαυτοῦ του καί τοῦ καθεστῶτος τῆς Μονῆς‚ ὁ Χριστόδουλος ἀπέστειλε γραπτή ἀπολογία (Ὑπομνημιστικόν)‚ στήν ὁποία‚ ἀφοῦ τόνισε ὅτι ἡ λαύρα τοῦ Στύλου ἱδρύθηκε ἀπό τόν ὅσιο Παῦλο καί ὅτι οὐδέποτε ὑπῆρξε ὑποτελής‚ ἀμφισβήτησε τή νομιμότητα τῶν ἀπαιτήσεων τοῦ Πατριάρχη γιὰ καταβολή χρημάτων.Τελικά‚ ὅπως φαίνεται‚ ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς Θεοτόκου τοῦ Στύλου ἀθωώθηκε ἤδη ἐπί πατριαρχίας Κοσμᾶ Α' (1075-1081). Ἠ ἀπαλλακτική ἀπόφαση ἑπικυρώθηκε καί ἀπό τούς ἑπόμενους Πατριάρχες Εὐστράτιο (1081-1084) καί Νικόλαο Γ΄ (1085-1111). Μετὰ τόν Μάρτιο τοῦ 1079 ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος ἀνεχώρησε ἀπό τό Λάτρος‚ ἀφοῦ πρώτα διόρισε ἀντικαταστάτες στή διοίκηση τῆς Μονῆς τοῦς μοναχούς Σάββα καὶ Λουκᾶ. Πιθανή αἰτία γιά τήν ἀναχώρηση τοῦ Χριστοδούλου ἀπό τή Μονῆ τῆς Θεοτόκου τοῦ Στύλου θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ ἡ πίεση ἐξαιτίας τῶν ἀλλεπάλληλων ἐπιδρομῶν τῶν τουρκικῶν φύλων.

Πρῶτος σταθμός στὴ μετακίνηση τοῦ Ὁσίου Χριστοδούλου καὶ τῆς μικρῆς ὁμάδας μοναχῶν ποὺ τὸν ἀκολούθησαν ἀποτέλεσε ἡ Στρόβιλος‚ πόλη στά μικρασιατικά παράλια τῆς Λυκίας. Στὴ Στρόβιλο ἐγκαταστάθηκε γιὰ λίγους μήνες (ἀνάμεσα στόν Μάιο τοῦ 1079 καί στὸ φθινόπωρο τοῦ 1079) σὲ Μονή‚ Ἡγούμενος καί ἱδρυτής τῆς ὁποίας ἦταν ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος Σκηνούριος πού καταγόταν ἀπό τήν Κῶ‚ ὅπου ἐπέστρεψε‚ ἀφοῦ προηγουμένως παρέδωσε τὴν ἡγουμενία στὸν Ὅσιο Χριστόδουλο, ὁ ὁποῖος, μετά ἀπό λίγο, ἐπειδή τήν περιοχή ἀπειλοῦσαν οἱ ἐπιδρομές τῶν Τούρκων‚ μὲ πρόσκληση τοῦ Ὁσίου Ἀρσενίου Σκηνουρίου‚ πέρασε στὴν Κῶ πρός τό τέλος τοῦ φθινοπώρου τοῦ 1079. Ἐκεῖ φιλοξενήθηκε καὶ πάλι ἀπό τὸν Ὅσιο Ἀρσένιο‚ ἀναζητώντας στὶς ἰδιοκτησίες τοῦ Κώου Ὁσίου μοναχοῦ κατάλληλη θέση γιὰ τὴν ἀνέγερση μοναστηριοῦ, ὅπως μαθαίνουμε ἀπό τήν «Ὑποτύπωσιν»‚ πού ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος συνέταξε τὸν Μάιο τοῦ 1091, καί στὴν ὁποία ὑπογραμμίζει τὰ ἠθικά καὶ πνευματικά χαρίσματα τοῦ Ὁσίου Ἀρσενίου, ὁ ὁποίος προσέφερε τὴν περιουσία του στὴ Μονὴ καὶ στήριξε τὸν Ὅσιο Χριστόδουλο στὰ πρῶτα στάδια τῶν οἰκοδομικῶν ἐργασιῶν.

Ἐξετάζοντας ὁ Χριστόδουλος ὅλα τὰ ἀκίνητα τοῦ Ὁσίου Ἀρσενίου Σκηνουρίου στὴν Κῶ, συνάντησε ἕνα μεγάλο καί ἀκατοίκητο λόφο μὲ πολλά φυσικά πλεονεκτήματα, ποὺ οἱ κάτοικοι ὀνόμαζαν «Πήλιον» (τό σημερινό Παλαιό Πυλί). Ἐκεῖ ἵδρυσε τὴν Ἱερά Μονή τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς ἐπιλεγομένης τῶν Καστριανῶν ἤ τοῦ Πηλέ. Στὴ Μονή ἄρχισαν νὰ συρρέουν πολλοί μοναχοί καὶ νά γίνονται ἀφιερώσεις ἀπό τοὺς κατοίκους τοὺ νησιοῦ μὲ ὑλικά ἀγαθά καὶ ἀκίνητα ποὺ προστέθηκαν στὶς κτήσεις τοῦ Ὁσίου Σκηνουρίου, οἱ ὁποῖες εἶχαν ἤδη περιέλθει στὴν κυριότητα τῆς Μονῆς. Ὁ Χριστόδουλος ἐξασφάλισε τὶς ἀπαραίτητες φορολογικές ἀπαλλαγές μὲ «χρυσόβουλλον λόγον» τοῦ Αὐτοκράτορα Νικηφόρου Γ΄ τοῦ Βοτανειάτη (Μάρτιος 1080), σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Βοτανειάτης δώριζε μὲ «ἐξκουσσία» στὸν Χριστόδουλο καὶ στοὺς μοναχούς του δὺο «τοπία» τῆς Κῶ, δηλαδή μικρές ἐκτάσεις γῆς: Τὸ «Καστέλλον» ἤ «Καστριανόν» καὶ «τὸ τοῦ Πιλέ» .Ἡ ὀνομασία «Καστέλλον» ἤ «Καστριανόν» ἀφήνει νὰ ἐννοηθεῖ ὅτι ἐκεῖ ὑπήρχε ἕνα φρούριο. Πρόκειται γιὰ τὸ ἐπιβλητικό φρούριο ποὺ διακρίνεται σήμερα ἐρειπωμένο στὴν κορυφή τοῦ λόφου, ἐνῶ βορειδυτικά στόν λόφο τοῦ Πιλέ ποὺ εἶναι συνεχόμενος τοῦ προηγούμενου, κτίστηκε ἡ Μονή τῆς Θεοτόκου, ποὺ ὀνομάστηκε καὶ αὐτή τῶν «Καστριανῶν». Τὸ καθολικό τῆς Μονῆς, ποὺ διατηρεῖται μέχρι σήμερα, τιμᾶται τὴν ἡμέρα τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου, 2 Φεβρουαρίου. Τὴν ἰσχύ τοῦ «χρυσοβούλου λόγου» ἐπικυρώνει καὶ ἐπαυξάνει, τὸν Μάρτιο τοῦ 1085, ὁ Ἀλέξιος Α' ὁ Κομνηνός μὲ χρυσόβουλλο, στό ὁποῖο μνημονεύονται ἀόριστα καὶ οἱ ἀφιερώσεις κτημάτων τῶν μοναχῶν Μαρίας Καβαλλουρίνας καὶ Νίκωνα Ἀσκεπῆ. Ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος στὸν κωδίκελλό του ἀναφέρεται σὲ δύο «προάστια» (ἰδιοκτησίες γεωργικές καὶ οἰκιστικές μονάδες κοντά σὲ ἀστικές περιοχές), τὸ «Ἀναβασίδιον» καὶ οἱ «Καρδιασμένοι», ποὺ ἡ μονή του δέχτηκε σὰν δωρεά ἀπό τόν «βεστάρχη» (προϊστάμενο τῆς αὐτοκρατορικῆς ἱματιοθήκης) Κωνσταντῖνο Καβαλλούρη, ἀδελφό τῆς Μαρίας Καβαλλουρίνας.

Κατά τὴν παραμονή τοῦ Ὁσίου Χριστοδούλου στὴν Κῶ σημειώθηκαν καταστροφικές ἐπιδρομές τῶν τουρκικών φύλων στὸ Λάτρος. Ὁ Χριστόδουλος ἐλαβε δραστικά μέτρα καὶ ἔστειλε ἕνα πλοῖο μὲ σκοπό νὰ μεταφέρει τὴ βιβλιοθήκη τῆς Μονῆς τῆς Θεοτόκου τοῦ Στύλου καὶ νὰ περισώσει ὅ,τι εἶχε ἀπομείνει ἀπό τὶς καταστροφές. Ὅταν ἐπισκέφθηκε γιὰ δεύτερη φορά τὴν Κωνσταντινούπολη μετέφερε μαζί του τὰ περισωθέντα βιβλία, τὰ ὁποῖα παρέδωσε στὸν Πατριάρχη Νικόλαο Γ' (1085-1111) πρὸς φύλαξη. Βασικός σκοπός τοῦ ταξιδιοῦ ἦταν ἡ ἐπίσημη παραίτηση ἀπό τὴν ἡγουμενία τῆς Μονῆς τοῦ Στύλου.

Τὸ καλοκαίρι τοῦ 1087 ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος ταξίδεψε γιὰ δεύτερη φορά στὴ Βασιλεύουσα. Ἐπισκέφθηκε τὸν αὐτοκράτορα καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ δωρήσει στὴ Μονή του ὁλόκληρο τὸ νησί Λειψώ καὶ ἀπό τὴ Λέρο τὰ «προάστια» «Παρθένιον» καὶ «Τεμένια», ὡς καὶ τὸ μισό κάστρο τοῦ «Παντελίου» μὲ ὅλες τὶς προσόδους του. Ὁ αὐτοκράτορας Ἀλέξιος Α' Κομνηνός (1081-1118)‚ ἔχοντας καὶ τὴν πρόθυμη συγκατάθεση τῆς μητέρας του Ἄννας Δαλασσηνῆς‚ ἀποδέχτηκε τὸ αἴτημα τοῦ Χριστοδούλου καὶ ἔσπευσε χωρίς χρονοτριβή στὴν ἔκδοση χρυσόβουλλου‚ τόν Μάιο τοῦ 1087. Ἔτσι ἡ Μονῆ τῆς Κῶ ἀπέκτησε ἀκόμη περισσότερες κτήσεις.

Ὁ Χριστόδουλος γρήγορα διαπίστωσε ὅτι οἱ μοναχοί ἐνοχλοῦνταν ἀπό τὶς συχνές δοσοληψίες μὲ τοὺς κατοίκους τῆς περιοχῆς‚ τῶν ὁποίων τὰ κτήματα γίνονταν ἀφορμή νὰ προκαλοῦνται διαμάχες ποὺ βύθιζαν τοὺς μοναχούς στὴν «τύρβη τῶν βρασμῶν τῶν βιωτικῶν»‚ ἀποσπώντας τους ἀπό τὸν καθαρά ἀσκητικό τους προορισμό. Τὸ γεγονός αὐτό ἔκανε τὸν Ὅσιο γέροντα νὰ ἀνησυχεί γιὰ τὴν πνευματική τους πορεία τόσο, ὥστε πήρε τήν ἀπόφαση νὰ μετακινηθεῖ καὶ πάλι καὶ νὰ ἐγκαταβιώσει σὲ τόπο ἄγονο καὶ χέρσο. Διάλεξε τὴν Πάτμο‚ ποὺ ἦταν ἐρημική, ἐρειπωμένη ἀπό τὶς ἐπιθέσεις τῶν πειρατῶν‚ ἄγονη‚ ἀπροσπέλαστη γιὰ τὰ ἐμπορικά πλοῖα καὶ παρουσίαζε σχετική ἀσφάλεια ἀπό τὶς ἐπιδρομές τῶν Τούρκων. Ἐξάλλου‚ εἶχε γι᾿ αὐτόν ἰδιαίτερη σημασία σὰν τόπος, ὅπου ἔζησε καὶ συνέγραψε τὴν Ἀποκάλυψη ὁ ἀγαπημένος μαθητής τοῦ Χριστοῦ, Ἀπόστολος καὶ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος. Τὸ 1088 μεταβαίνει γιὰ τρίτη φορά στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἐπιτυγχάνει νά τοῦ παραχωρηθεῖ μὲ βασιλική δωρεά ἡ Πάτμος, προσφέροντας ὡς ἀντάλλαγμα τήν νεοϊδρυμένη Μονή τῆς Θεοτόκου τῶν Καστριανῶν καὶ τά κτήματά της στὴν Κῶ καὶ ἀλλοῦ, μὲ ἐξαίρεση τὰ κτήματα στοὺς Λειψούς καὶ τή Λέρο. Ὕστερα ἀπό μεσολάβηση τῆς μητέρας του Ἄννας Δαλασσηνῆς, ὁ αὐτοκράτορας Ἀλέξιος ἔδωσε τὴ συγκατάθεσή του, ὑπογράφοντας Χρυσόβουλλο Λόγο (σώζεται στὴ Μονῆ τῆς Πάτμου) τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1088, μὲ τὸν ὁποίο ὁρίζεται νὰ δωρηθεῖ ἡ Πάτμος γιὰ τὴν ἵδρυση Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ἀγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου. Παράλληλα, ὁ αὐτοκράτορας ὅριζε μὲ τὸ χρυσόβουλλό του γιὰ νὰ περιέλθουν στὸ δημόσιο ὅλα τὰ ἀκίνητα τῆς Κῶ, τὰ ἀποκτηθέντα ἀπό τὸν Χριστόδουλο, ὁ ὁποίος γινόταν κύριος ὁλόκληρης τῆς Πάτμου, ἀπαλλαγμένης ἀπό φορολογικὲς καὶ ἄλλες ὑποχρεώσεις. Ὅριζε ἀκόμη ὅτι οἱ μοναχοί τῆς Πάτμου δὲν θὰ εἶχαν τὸ δικαίωμα νὰ ἀποκτήσουν νέες κτήσεις, ἐκτός τῆς Λειψῶς καὶ τῶν κτημάτων τῆς Λέρου. Ἀπαγόρευε, τέλος, κατόπιν ἐπιθυμίας τοῦ Ὁσίου, νὰ κατοικήσουν στὴν Πάτμο κοσμικοί ὡς πάροικοι γιὰ τὴν ἄσκηση ἐμπορικοῦ ἤ ἄλλου ἐπαγγέλματος.Μόνοι κοσμικοί στὸ νησί θὰ εἶναι οἱ μισθωτοί ἐργάτες τῶν μοναχῶν, καὶ αὐτοί χωρίς σύζυγο καὶ παιδιά. Ἡ ἀπαγόρευση καθιστοῦσε τὸ νησί ἄβατο στοὺς ἀγένειους (γυναῖκες, παιδιά, εὐνούχους), ἐνῶ οἱ ἀπαραίτητοι μισθωτοί ἐργάτες θὰ ζοῦσαν σχεδόν σὰν μοναχοί.

Τὸ νησί καὶ οἰ ὑπόλοιπες κτήσεις παραδόθηκαν στὸν Ὅσιο Χριστόδουλο μέχρι τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1088 ἢ τὸ ἀργότερο τὸν Μάιο τοῦ 1089‚ ὅπως μαρτυρεῖ τὸ ἔγγραφο ἑνός δημόσιου λειτουργοῦ τῆς Κῶ, τοῦ Χριστοφόρου Κοψηνοῦ, στὸν ὁποῖο ὑπαγόταν δημοσιονομικά καὶ ἡ Πάτμος. Ὁ Κοψηνός‚ ἐκτελώντας βασιλική προσταγή‚ ἀπαλλάσσει τῆς «στρατείας»‚ δηλαδή ἀποστρατεύει δώδεκα ἔποικους τῆς Πάτμου‚ ποὺ εἶχαν σταλεῖ ἐκεῖ μὲ τὶς οἰκογένειές τους τὸν περασμένο χρόνο‚ μετά τὴν ὑπογραφή τοῦ χρυσόβουλλου ἀπό τὸν αὐτοκράτορα‚ καὶ στὴ θέση τους στρατολογεῖ ἐκείνους ποὺ βρίσκονταν στὰ κτήματα τοῦ Χριστοδούλου στὴν Κῶ‚ τὰ ὁποῖα‚ ὅπως εἴδαμε‚ περιῆλθαν στὸ δημόσιο μὲ τὴν ἀνταλλαγή. Ἡ στρατολόγηση αὐτή κρίθηκε ἀναγκαία‚ γιατί ἡ ἄγονη Πάτμος ἀδυνατοῦσε νὰ συντηρεῖ στρατιῶτες.

Ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος ἐπέστρεψε στὴν Κῶ‚ γιὰ νὰ παραλάβει τοὺς συντρόφους του καὶ νὰ κατευθυνθεῖ στὸν νέο τόπο τῆς διαμονῆς του. Μετά τὴν παράδοση τῆς Πάτμου‚ ὁ Ὅσιος καὶ ὅλη ἡ συνοδεία του ξεκίνησαν τὴν ἀνέγερση τῆς νέας Μονῆς στὴν κορυφή τοῦ βουνοῦ‚ ὅπου εὐρίσκοντο ἐρείπια ἀρχαίου ναοῦ τῆς Σκυθίας Αρτέμιδος. Πρῶτο μέλημα τοῦ Χριστοδούλου ἦταν ἡ ἀνέγερση τοῦ καθολικοῦ τῆς Μονῆς‚ καθῶς καὶ ἑνός ὀχυρωματικοῦ περιβόλου. Ἡ οἰκοδόμηση τῆς Μονῆς ἦταν ἔργο δύσκολο καὶ πολύ κοπιαστικό γιὰ τὴ μοναστική ἀδελφότητα‚ ἀφοῦ ὁ Ὅσιος δὲν ἤθελε νὰ προσλάβει ἐργάτες. Παρά τὰ ἑβδομήντα του χρόνια‚ κουβαλοῦσε ὁ ἵδιος πέτρες καὶ ἀσβέστη καὶ πρωτοστατοῦσε στὶς ἐργασίες δίνοντας θάρρος στοὺς ὐπόλοιπους. Ἀργότερα‚ ὁ Ὅσιος προσέλαβε ἔγγαμους λαϊκούς καὶ τούς ἔφερε στὴν Πάτμο μαζί μὲ τὶς οἰκογένειές τους. Γιὰ νὰ ἀποφύγει τὰ προβλήματα ἐγκατέστησε τὶς οἰκογένειες στὴν ἄλλη πλευρά τοῦ νησιοῦ ὥστε νὰ μὴν ἐνοχλοῦν τοὺς μοναχούς. Ἀπαγόρευσε στὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά νὰ πλησιάζουν τὸ μοναστῆρι καὶ ὅρισε πενθήμερο ἐργασίας γιὰ τοὺς ἄνδρες‚ κατά τὴ διάρκεια τοῦ ὁποίου ἔμεναν μὲ τοὺς μοναχούς. Στὶς οἰκογένειές τους ἐπέστρεφαν τὸ Σαββατοκύριακο. Ἡ πρόσληψη τῶν ἐργατῶν ἐπιτάχυνε τὶς οίκοδομικές ἐργασίες καὶ ἔδωσε τὴν δυνατότητα στὴ μοναχική συνοδεία νὰ ἀρχίσει νὰ ζεῖ καὶ πάλι ἡσυχαστικά. Παράλληλα‚ ὁ Χριστόδουλος‚ συντάσσοντας τὸν κωδίκελλό του‚ ζητοῦσε ἀπό τὸν αὐτοκράτορα‚ μὲ τὴν προτροπή ἴσως τῶν μοναχῶν‚ τὴν ἐπιστροφή τῶν πλούσιων κτημάτων τῆς Κῶ. Φαίνεται ὅμως ὅτι ὁ αὐτοκράτορας ἀπέρριψε τὸ αἴτημα‚ γιατί ἀπό τὴ χρονιά τῆς σύνταξης τοῦ κωδίκελλου (1093) καὶ μετέπειτα δὲν ὑπάρχει καμία μαρτυρία γιὰ τὰ μοναστικά ἱδρύματα καὶ τὶς κτήσεις τοῦ Χριστοδούλου στὴν Κῶ. Πολύ ἀργότερα‚ μετά άπό ἑνάμιση αἰώνα περίπου‚ τὸ 1258‚ ἡ Μονή τῆς Πάτμου θὰ ἀποκτήσει μετόχια στὴν Κῶ.

Περίπου τὸ 1090 στὸ νησί τῆς Πάτμου ἐπέδραμαν τὰ στρατεύματα τοῦ ἐμίρη τῆς Σμύρνης. Μὲ σκοπό τὴ ρύθμιση ὅλων τῶν ζητημάτων σχετικά μὲ τὴ λειτουργία τῆς Μονῆς τοῦ Ἀγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου‚ στὶς 8 Μαΐου τοῦ 1091 συνέταξε τὴν «Ὑποτύπωσιν» δηλαδή τὸ τυπικό τῆς Μονῆς τοῦ Ἀγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στὴν Πάτμο. Ἔχει διασωθεί σὲ ἔξι χειρόγραφα ἀντίγραφα μὲ παλαιότερο τὸν Πατμιακό Κώδικα αρ. 267‚ ποὺ χρονολογεῖται στὶς ἀρχές τοῦ 12ου αἰῶνα. Τό κείμενο εἶναι ἕνας ἀπολογισμός ζωῆς καὶ πολύτιμο ἰστορικό μνημείο ‚ καθώς ἀναφέρεται μὲ ἀξιοσημείωτη λεπτομέρεια σὲ ἱστορικά γεγονότα ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν πλούσια δράση τοῦ συντάκτη. Ἡ αὐτοβιογραφική ἔκθεση καταλαμβάνει περίπου τὸ ἔνα τρίτο τῆς Ὑποτύπωσης. Συνοπτικά περιγράφεται ἡ περίοδος πρὶν ἀπό τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοδούλου καὶ τῶν συντρόφων του ἀπό τὸ Λάτρος στὴ Στρόβιλο. Ἀρκετές πληροφορίες δίνονται γιὰ τὴν παραμονή στὴν Κῶ καὶ τὴν ἵδρυση τῆς Μονῆς τῆς Θεοτόκου τῶν Καστριανῶν. Ἐξετάζονται οἱ λόγοι τῆς ἀναχώρησης καὶ περιγράφεται ἐκτενῶς ἡ διαδικασία ἵδρυσης τῆς Μονῆς τῆς Πάτμου.

Τὸ κείμενο τῆς Ὑποτυπώσεως ἀποτελεῖ τὴν κατεξοχήν πηγή πληροφοριῶν γιὰ τοὺς μεταγενέστερους ἐγκωμιαστές καὶ βιογράφους τοῦ Ὁσίου Χριστοδούλου. Ὡς τυπικό ἔχει ἰδιαίτερη ἱστορική ἀξία καὶ ἐντάσσεται στὸ εὐρύτερο πλαίσιο τῆς ἀναδιοργάνωσης τοῦ μοναχισμοῦ καὶ τῶν μοναστικῶν ἱδρυμάτων ποὺ συντελέστηκε κατά τὸν 10ο μέ 11ο αἰῶνα.

Τὸν Μάιο τοῦ 1092 ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος‚ ἀντιμετωπίζοντας ἄμεσο κίνδυνο ἀπό τουρκικές ἐπιδρομές‚ πῆρε τὴν ἀπόφαση νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν Πάτμο μέχρι νὰ περάσει ὀ κίνδυνος καί κατέφυγαν γιὰ ἀσφάλεια στὴν Εὔβοια‚ στὸν Πορθμό τοῦ Εὐρίπου.

Ἡ διαμονή τοῦ Ὁσίου Χριστοδούλου στὴν Εὔβοια ἦταν μικρῆς διάρκειας. Στὶς 10 Μαρτίου τοῦ ἔτους 1093 ὁ Ὅσιος‚ κατά τὴ διαμονή του στὸν Εὔριπο τῆς Εὐβοίας‚ κάλεσε τὸν πρεσβύτερο καὶ Νοτάριο Εὐρίπου Γεώργιο Στροβηλίτη καὶ ἄλλους ἑπτά ἀξιωματούχους γιὰ νὰ ὑπογράψουν ὡς μάρτυρες τή Μυστικὴ Διαθήκη του, τὸ πρωτότυπο κείμενο τῆς ὁποίας σώζεται στὸ ἀρχεῖο τῆς Μονῆς τῆς Πάτμου.Τὸ ἔγγραφο ἔχει μεγάλη ἀξία‚ καθώς ρυθμίζει λεπτομέρειες ποὺ ἀφοροῦν τὴ διαδοχή τῆς ἡγουμενίας. Ὡς διάδοχό του ὑποδεικνύει τὸν Ὅσιο Ἀρσένιο Σκηνούριο‚ τὸν ὁποῖο ὅριζε γενικό κληρονόμο του καὶ στὸν ὁποῖο μεταβίβαζε τὴ Μονῆ τῆς Πάτμου μὲ ὅλες τὶς κτήσεις καὶ τὰ περιουσιακά του στοιχεῖα. Ἀναγνώριζε κατ᾿ αὐτόν τὸν τρόπο τὴ μεγάλη προσφορά καὶ αὐτοθυσία τοῦ παλιοῦ Κώου συνασκητή του‚ γιὰ τὸν ὁποίο αἰσθανόταν μεγάλη εὐγνωμοσύνη γιὰ τὴ συμπαράσταση στὴ δύσκολη ἐποχή πρὶν ἀπό τὴν ἵδρυση τῆς Μονῆς τῆς Πάτμου. Σὲ περίπτωση ποὺ ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος Σκηνούριος δὲν ἐμφανιζόταν‚ στή θέση τοῦ ἡγουμένου ὁριζόταν ὁ χαρτουλάριος καὶ πατριαρχικός νοτάριος Θεοδόσιος‚ πνευματικό τέκνο τοῦ Χριστοδούλου‚ ποὺ βρισκόταν στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὸν καλοῦσε νὰ ἔρθει νὰ ἀναλάβει τὴν ἡγουμενία τῆς Μονῆς τῆς Πάτμου. Μετά τήν κοίμηση τοῦ Ὅσιου Χριστοδούλου οἱ ἐκτελεστές τῆς διαθήκης του μοναχοί δὲν μπόρεσαν νὰ βροῦν τὰ ἴχνη τοῦ Ὁσίου Ἀρσενίου‚ ποὺ βρισκόταν στὰ Ἱεροσόλυμα‚ γι᾿ αὐτό ἀπευθύνθηκαν στὸν Θεοδόσιο‚ ποὺ ἀποποιήθηκε τὴν κληρονομιά μὲ γραπτή παραίτησή του. Ἄγνωστο παραμένει ποιὸς ἔγινε ἡγούμενος τῆς Μονῆς τῆς Πάτμου μετά τὴν ἄρνηση τοῦ Θεοδοσίου.

Στὶς 15 Μαρτίου τοὺ ἔτους 1093‚ μία ἡμέρα πρὶν ἀπό τὸν θάνατό του‚ ὁ Χριστόδουλος συνέταξε τὸν Κωδίκελλο τῆς Διαθήκης. Τὸ κείμενο ἀποτελεί συμπλήρωμα στὴ Διαθήκη καὶ περιέχει ἐπιπρόσθετες ἐντολές πρὸς τὸν διάδοχο στὴν ἡγουμενία τῆς Πάτμου‚ ὅπως νὰ φροντίσει γιὰ τὰ βιβλία τῆς Μονῆς τοῦ Στύλου καὶ νὰ μεριμνήσει ὥστε νὰ ἐπιστραφοῦν τὰ κτήματα τῆς Κῶ στοὺς μοναχούς πού εἶχαν καταφύγει ἐκεῖ. Ἀναφέρονται δὲ πληροφορίες γιὰ τὶς καταστροφές στὸ Λάτρος‚ τῆ Μονῆ τῆς Θεοτόκου στὴν Κῶ κ.ά.

Λίγο ἀργότερα‚ καὶ ἀφοῦ εἶχε πληροφορηθεί τὸ ἐπίγειο τέλος του‚ ὁ Ὅσιος κάλεσε τούς μοναχούς καὶ ἀφού τούς προέτρεψε νὰ ἐπιστρέψουν ὅλοι στὴν Πάτμο‚ τοὺς ζήτησε νὰ τὸν πάρουν ἀπό τὴν ξένη γῆ καὶ νὰ τὸν ἐνταφιάσουν στὸν ναὸ τῆς Μονῆς γιὰ τὴν ὁποία τόσο πολύ εἶχε μοχθήσει. Λίγο καιρό μετά τὴν κήδευση τοῦ πνευματικοῦ τους πατρός‚ οἱ μοναχοί τῆς Πάτμου ἔμαθαν πώς ὁ κίνδυνος ἀπό τούς Τούρκους εἶχε παρέλθει καὶ ἑτοιμάστηκαν νὰ ἐπιστρέψουν στὸ νησί μαζί μὲ τὸ σκήνωμα τοῦ γέροντά τους.

Θὰ περίμενε κανείς τὸ τελευταίο ταξίδι τοῦ Ὁσίου Χριστοδούλου νὰ εἶναι εἰρηνικό. Ὅμως‚ ἀκόμα καὶ αὐτή ἡ τελευταία του μετακίνηση ἦταν περιπετειώδης‚ ὅπως ὅλες οἱ μετακινήσεις τοῦ βίου του. Ἡ αἰτία ὅμως αὐτή τὴν φορά δὲν ἤταν ἡ κακία τοῦ κόσμου τούτου‚ ἀλλά ἡ ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων ποὺ στὸ πρόσωπου τοῦ Λατρηνοῦ μοναχοῦ εἶχαν γνωρίσει τὴν ἀγάπη τοῦ Ἱησοῦ Χριστοῦ. Οἱ κάτοικοι τῆς Εὐβοίας‚ ὅταν ἔμαθαν ὅτι οἱ μοναχοί θὰ ἔπαιρναν τὸ σκήνωμα στὴν Πάτμο‚ ξεσηκώθηκαν καὶ ἀπέκλεισαν τὸ μέρος ὅπου ἐφυλάσσετο ὁ Ὅσιος‚ ὁ ὁποῖος ἦταν γι᾿ αὐτούς "σωτῆρ‚ ἰατῆρ‚ καὶ πάσης νόσου θεραπευτῆς". Οἱ μοναχοί κατά τὴν διάρκεια τῆς νύχτας ἔβγαλαν κρυφά τὸν Ὅσιο ἀπό τὴν πόλη καὶ ἀφοῦ ἐπιβιβάστηκαν στὸ πλοίο τῆς Μονῆς‚ κατέπλευσαν στὴν Πάτμο. Τὸ σκήνωμά του μεταφέρθηκε σύμφωνα μὲ τὴν ἐπιθυμία του στὴ Ἱερά Μονῆ τῆς Πάτμου στὶς 21 Οκτωβρίου τοὺ 1094 καὶ τοποθετήθηκε σε μαρμάρινη λάρνακα στὸ δεξιό μέρος τοὺ ἐσωνάρθηκα τῆς Μονῆς‚ ὅπου κατόπιν οἱ μοναχοί ἔκτισαν παρεκκλήσιο πρὸς τιμήν τοῦ Ὁσίου. Ἀργότερα‚ τὸ θαυματουργό λείψανό του τοποθετήθηκε σὲ ἀργυροχρυσοεπένδυτη λάρνακα‚ ποὺ φέρει τὴ χρονολογία 1796 καὶ ἀποτελεί μέχρι σήμερα πηγή ἰαμάτων καὶ παρηγορία καὶ στήριγμα γιὰ ὅσους προσέρχονται μὲ πίστη καὶ εὐλάβεια.

Μέσα ἀπό τὴ ζωή καὶ τὴ δράση τοῦ Ὁσίου Χριστοδούλου εἶναι δυνατό νὰ μελετηθοῦν ἀρκετές πλευρές τῆς καθημερινῆς ζωῆς κατά τὴν περίοδο τοῦ 11ου αἰωνα. Στὶς πηγές ἀντικατοπτρίζονται οἱ πολιτικές ἐξελίξεις καὶ οἱ ἀνακατατάξεις ποὺ συντελέστηκαν στὸν μικρασιατικό χώρο μετά τὴν ἧττα τῶν Βυζαντινῶν στὸ Mαντζικέρτ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας‚ τὸ 1071.

Στὶς δέλτους τῆς ἱστορίας εἶναι δίκαια γραμμένο καὶ τὸ ὄνομα ἑνός ἄλλου μοναχοῦ‚ τοῦ Κώου στὴν καταγωγὴ Ὁσίου Ἀρσένιου Σκηνουρίου‚ τοῦ ὁποίου οἱ δωρεές τῶν πλούσιων κτημάτων τῆς Κῶ ἐξασφάλισαν στὸν Χριστόδουλο τἀ ἀναγκαῖα καὶ κατέστησαν δυνατή τὴν ἀνταλλαγή μὲ ὁλόκληρο τὸ νησί τῆς Πάτμου‚ ποὺ ἐξελίχθηκε ἀπό τότε σὲ θρησκευτικό καὶ πνευματικό κέντρο παγκόσμιας ἀναγνώρισης.

Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Χριστοδουλου τιμᾶται δύο φορές τὸν χρόνο‚ στὶς 16 Μαρτίου‚ ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του‚ καὶ στὶς 21 Ὁκτωβρίου‚ ἡμέρα τὴς ἀνακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων του.

 

Ἀπολυτίκιον τοῦ Ὁσίου Χριστοδούλου.

Ἦχος α'. Τῆς ἐρήμου πολίτης.


Τῆς Νικαίας τὸν γόνον καὶ τῆς Πάτμου τὸ καύχημα,

καὶ τῶν Μοναζόντων τὸ κλέος, θεοφόρον Χριστόδουλον,

τιμήσωμεν ἐν ὕμνοις ἀδελφοί, τὸ σκῆνος προσπτυσσόμενοι αὐτοῦ,

ἵνα λάβωμεν τὴν ἴασιν τῶν ψυχῶν, καὶ τῶν σωμάτων κράζοντες·

δόξα τῷ δεδοκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι,

δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.