Ιερά Μητρόπολις Κω και Νισύρου

Ὁσία Μελὼ - Μητροπολίτης Ρόδου Μητροφάνης, μία πνευματικὴ συνάντηση στὴν Κῶ

Παρασκευή, 30 Οκτώβριος 2015

Ἡ ἐργασία αὐτή τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Κώου καί Νισύρου κ. Ναθαναήλ ἐτοιμάστηκε γιά τό ΙΘ΄ Πολιτιστικό Συμπόσιο τῆς Στέγης Γραμμάτων καί Τεχνῶν Δωδεκανήσου πού πραγματοποιήθηκε στή Ρόδο (2015).

Μὲ τὴ σημερινὴ παρουσίαση θὰ ἐπιχειρήσω νὰ σκιαγραφήσω κάποιες πτυχὲς τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Δωδεκανήσου κατὰ τὴν περιόδο τῆς Ἱπποτοκρατίας μέσα ἀπὸ τὴ σχέση δύο ἰδιαιτέρως σεβαστῶν μορφῶν, τῆς Ὁσίας Μελοῦς ποὺ ἀσκήθηκε στὴ Βουρρίνα τῆς Κῶ καὶ τοῦ λογίου Μητροπολίτου Ρόδου Μητροφάνους.

Τὸ 1973 ὁ ἐπιφανὴς βολλανδιστὴς ἁγιολόγος François Halkin ἐξέδωσε στὸν τόμο «Λειμωνάριο», ποὺ ἑτοιμάσθηκε πρὸς τιμὴν τοῦ καθηγητοῦ Νικολάου Τωμαδάκη, κείμενo ποὺ ἐντόπισε στὶς δύο ὄψεις –recto καὶ verso- τοῦ φύλλου 267 τοῦ Παρισινοῦ Κώδικα μὲ ἀριθμὸ 1362 (Par. Gr. 1362), ὁ ὁποῖος φυλάσσεται στὴν Ἐθνικὴ Βιβλιοθήκη τοῦ Παρισιοῦ. Τὸ κείμενο ἀποτελεῖται ἀπὸ πέντε τροπάρια, πέντε «στιχηρά», καὶ φέρει τὸν τίτλο
«Τῆς ὁσίας μητρὸς ἡμῶν Μελοῦς τῆς ἐν τῇ Βουρρίνῃ τῆς Κῶ στιχηρά»

Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἐπιτρέψτε μου νὰ σημειώσω ὅτι ὁ συμπατριώτης μας καθηγητὴς Ζαχαρίας Τσιρπανλῆς, μᾶς βοήθησε νὰ γνωρίσουμε τὸ ἄρθρο τοῦ François Halkin μὲ σχετικὴ δημοσίευσή του στὸ ἐπιστημονικὸ περιοδικὸ «Δωδώνη», τοῦ Τμήματος Ἱστορίας καὶ Ἀρχαιολογίας τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἰωαννίνων, τὸ ἔτος 1998. Ἡ δημοσίευση αὐτή, μὲ τίτλο «Τὸ βυζαντινὸ ἐκκλησάκι τῆς Ὁσίας Μελοῦς στὴν Κῶ καὶ τὸ οἰκεῖο τοπωνύμιο», εἶναι ἡ πρώτη ἐπιστημονικὰ γραμμένη γιὰ τὴν Ὁσία Μελώ, καὶ ἀποτελεῖ καρπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ καθηγητοῦ πρὸς τὴν Ὁσία, μὰ καὶ τῆς ἐπιθυμίας του νὰ δεῖ τὴν μορφὴ της νὰ γίνεται περισσότερο γνωστὴ καὶ ἡ τιμὴ πρὸς τὸ πρόσωπό της νὰ ἀποκτήσει ὅλα τὰ ἀπαραίτητα δομικὰ στοιχεῖα (ἀπολυτίκιο, ἀκολουθία, εἰκόνα, ἡμέρα ἑορτασμοῦ, ὀργανωμένη πανήγυρη κτλ.) ὥστε τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας νὰ εἶναι σὲ θέση νὰ τὴν ἑορτάζει κατὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ τάξη.

Τὸ δισέλιδο κείμενο τοῦ μεσαιωνικοῦ χειρογράφου, ποὺ τοποθετεῖται στὸν 15ο αἰῶνα, περιέχει πέντε τροπάρια πρὸς τιμὴν τῆς Ὁσίας, τὰ ὁποῖα προσδιορίζονται ὡς «στιχηρά» δηλαδὴ τροπάρια τῶν ὁποίων προτάσσονται στίχοι ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Τέτοια τροπάρια ὑπάρχουν σὲ ἀρκετὰ σημεῖα τῶν ἀκολουθιῶν τῆς Ἐκκλησίας. Στὸν ἑσπερινό, παραδείγματος χάριν, ὑπάρχουν δύο ὁμάδες στιχηρῶν. Ἡ πρώτη βρίσκεται λίγο μετὰ τὴν ἔναρξη τῆς ἀκολουθίας ἀμέσως μετὰ τὸ «Κύριε ἐκέκραξα», ἐνῶ ἡ δεύτερη βρίσκεται πρὶν τὸ ἀπολυτίκιο, στὸ τέλος της, καὶ τὰ τροπάρια ποὺ περιέχει χαρακτηρίζονται ὡς «ἀπόστιχα». Ἀντιστοίχως πρὸς τὸ τέλος τοῦ ὄρθρου ὑπάρχουν καὶ πάλι στιχηρὰ τῶν ὁποίων προτάσσονται οἱ στίχοι τῶν αἴνων. Σὲ αὐτὲς τὶς ὁμάδες, τὸ πρῶτο τροπάριο, κατὰ κανόνα, δίνει σὲ ὅσα τὸ ἀκολουθοῦν τὸν ἦχο καὶ προσδιορίζει τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο πρέπει νὰ ψαλλοῦν.

Τὸ χειρόγραφο στὸ ὁποῖο ἀναφερόμαστε καὶ τοῦ ὁποίου δὲν γνωρίζουμε τὸν γραφέα ἢ τὸν ἀντιγραφέα, διασώζει στὸ δεξιὸ περιθώριό του, γραμμένη, μᾶλλον ἀπὸ τὸ ἴδιο χέρι ποὺ ἔγραψε καὶ τὸ κείμενο τῶν τροπαρίων, τὴ σημείωση
«Μητροφάνους Μητροπολίτου».

Ἡ σημαντικὴ αὐτὴ σημείωση διασώζει τὸ ὄνομα καὶ τὴν ἰδιότητα τοῦ ποιητοῦ τῶν τροπαρίων, ἀλλὰ δὲν μᾶς ἐξασφαλίζει κάποια περαιτέρω βιογραφικὰ στοιχεῖα, ὅπως τὸ ὄνομα τῆς ἐπισκοπῆς του ἢ τὴν χρονικὴ περίοδο κατὰ τὴν ὁποία ἔζησε, ὥστε νὰ τὸν γνωρίσουμε καλύτερα καὶ πληρέστερα.

Τὸν Δεκέμβριο τοῦ 2010 ἐντοπίσαμε στὸ ἀνώφλιο τοῦ ναοῦ τῆς Ὁσίας Μελοῦς, ποὺ βρίσκεται στὴν Βουρρίνα τῆς Κῶ, ἐπιγραφή, ἡ ὁποία μᾶς προσφέρει ἐπιπλέον στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴ σημείωση τοῦ χειρογράφου, στὴν ὁποία ἤδη ἀναφερθήκαμε, ἐπιλύουν τὸ πρόβλημα τοῦ συγγραφέα τῶν στιχηρῶν. Ἡ ἐπιγραφὴ διασώζει τὴν ἡμερομηνία «1483 μηνὶ Ἰουλίῳ», ἡ ὁποία ἀπὸ τοῦδε καὶ εἰς τὸ ἑξῆς ἀποτελεῖ ἀσφαλές χρονικὸ σημεῖο γιὰ τὸ ναὸ καὶ τὸ βίο τῆς Ὁσίας. Σημειωτέον, ὅτι τελευταῖος εἶχε εἶχε δεῖ καὶ διαβάσει τὴν ἐπιγραφὴ ὁ κῶος ἱστοριοδίφης Ἰάκωβος Ζαρράφτης, ἀλλὰ μὲ λάθος τρόπο, τὸν ὁποῖο ἀκολούθησαν καὶ ὅλοι ὅσοι ἀσχολήθηκαν στὴ συνέχεια μὲ αὐτή.

Ὁ καθηγητὴς κ. Ζαχαρίας Τσιρπανλῆς, χωρὶς νὰ ἔχει δεῖ τὴν ἐπιγραφή, ἀξιοποιώντας τὴν βαθεία ἐπιστημονική του κατάρτιση καὶ τὴν εὐρεία ἱστορική του ἐμπειρία, πρότεινε ὡς συγγραφέα τῶν στιχηρῶν τὸν Μητροπολίτη Ρόδου Μητροφάνη Αʹ, λόγιο καὶ σοφὸ ἱεράρχη ποὺ ποίμανε τὴ Ρόδο ἀνάμεσα στὰ ἔτη 1471 καὶ 1498.

Ἡ ἐπιγραφὴ ἀποτελεῖ ἕναν ἰσχυρὸ κρίκο ποὺ συνδέει τὴν Ὁσία καὶ τὸ ναό της στὴ Βουρρίνα μὲ τὸν Μητροπολίτη Ρόδου Μητροφάνη καὶ μᾶς προσφέρει μία χρονολογία (Ἰούλιος 1483), ἡ ὁποία συμπίπτει μὲ τὴν περίοδο κατὰ τὴν ὁποία ἦταν Μητροπολίτης Ρόδου (1471-1498).

Ἡ σύνδεση αὐτὴ δημιουργεῖ ὁρισμένα εὔλογα ἐρωτήματα:

Γιατί καὶ μὲ ποία ἰδιότητα ὁ Μητροπολίτης Ρόδου βρέθηκε στὴν Κῶ;

Δὲν εἶχε ἡ Κῶς δικό της ἐπίσκοπο;

Τί τόν παρακίνησε νὰ γράψει τὰ τροπάρια;

Ἤδη ἀπὸ τὸν 11ο αἰῶνα, μετὰ τὴν λαμπρὴ περίοδο τῆς βασιλείας τοῦ αὐτοκράτορα Βασιλείου Βʹ (975-1025), ἡ ἄλλοτε κραταιὰ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία εἶχε ἐξασθενήσει καί, ἀναπόφευκτα, μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου καὶ τὶς ἐπιθέσεις πολλῶν ἐχθρῶν εἶχε ὁδηγηθεῖ σὲ μία πορεία φθορᾶς καὶ συρρικνώσεως. Ὡς ἀρχὴ τῆς περιόδου αὐτῆς θὰ προσδιορίζαμε τὸ ἔτος 1071 κατὰ τὸ ὁποῖο ὁ αὐτοκράτορας Ρωμανὸς Δʹ Διογένης (1067-1071), ἕνας ἱκανὸς καὶ ἔντιμος στρατιωτικός, ἡττήθηκε ἀπὸ τὶς δυνάμεις τοῦ σελτζούκου Ἄρπ-Ἀσλάν.

Οἱ σταυροφορίες ποὺ ξεκίνησαν ἀπὸ τὸ 1099 μ.Χ. διαμόρφωσαν μία ἐντελῶς διαφορετικὴ ἰσορροπία δυνάμεων στὴν ἀνατολικὴ Μεσόγειο. Ἂν καὶ ὅλες οἱ σταυροφορίες ἔβλαψαν τὴν Αὐτοκρατορία ἡ Δʹ (1201-1204) ὑπῆρξε καταλυτικὴ γιὰ τὴν περαιτέρω πορεία της. Παρὰ τὶς προσπάθειες τῆς δυναστείας τῶν Κομνηνῶν (κατὰ τὸν 12ο) καὶ τῶν Παλαιολόγων (κατὰ τὸν 13ο καὶ 14ο αἰῶνα) ἡ ἀντιμετώπιση τῶν προβλημάτων δὲν ἦταν ἐφικτή. Ἡ Αὐτοκρατορία κατέρρεε ἐξαιτίας σοβαρῶν ἐσωτερικῶν προβλημάτων καὶ ἰσχυρῶν ἐξωτερικῶν ἐχθρῶν.

Μὲ τὴν ἀνακατάληψη τῆς Ἰερουσαλὴμ ἀπὸ τὶς δυνάμεις τοῦ Σαλαντὶν (Ἰούλιος 1187), τὴν διάλυση τῶν σταυροφορικῶν βασιλείων καὶ τὴν συνεπακόλουθη ἀπομάκρυνση τῶν Ἱπποτικῶν Ταγμάτων, καὶ ἐν προκειμένῳ τοῦ Τάγματος τῶν Ἰωαννιτῶν Ἱπποτῶν, ἀπὸ τὴν Ἁγία Γῆ ἔχουμε διασπορὰ ἰσχυρῶν ἑτοιμοπόλεμων στρατευμάτων στὴν ἀνατολικὴ Μεσόγειο, τὰ ὁποῖα ἀναζητοῦσαν νέους τόπους γιὰ νὰ ἐγκατασταθοῦν, νὰ ἀνασυνταχθοῦν καὶ νὰ ἐπιδοθοῦν καὶ πάλι στὸ ἔργο τῆς ἀπελευθερώσεως τῶν Ἁγίων Τόπων ποὺ παρέμενε ὁ κύριος στόχος τους.

Οἱ Ἱππότες τοῦ Τάγματος τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου κυρίευσαν τὸ 1314 τὴν Δωδεκάνησο, ἡ ὁποία ἀπὸ τὸ ἔτος αὐτὸ μέχρι τὸ 1947 βρισκόταν συνεχῶς ὑπὸ ξενικὴ κατοχή.

Τὰ ἱπποτικὰ τάγματα ἀποτελοῦν μία ἰδιαίτερη περίπτωση στὴν ἱστορία τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ, καθώς, μεσὰ ἀπὸ μιὰ σειρὰ παρανοήσεις, ἀλλοιώσεις καὶ διαστρεβλώσεις τοῦ χριστιανικοῦ μηνύματος καὶ τῶν σκοπῶν τοῦ μοναχισμοῦ, ὑπὸ τὶς εὐλογίες τῆς παποσύνης, κατετάγησαν σὲ αὐτὰ ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι συνδύαζαν τὴν ἰδιότητα τοῦ πολεμιστῆ μὲ τὴν ἰδιότητα τοῦ μοναχοῦ. Σκοπός τους ἦταν νὰ ἐκδιώξουν τοὺς ἀπίστους ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ νὰ ἐγκαθιδρύσουν σὲ αὐτοὺς τὸ βασίλειο τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἄνδρες ποὺ ἐντάσσονταν σὲ αὐτὰ ἔδιδαν μοναστικοὺς ὄρκους ἁγνότητας, ἀκτημοσύνης καὶ ὑπακοῆς, ἀλλὰ ταυτόχρονα τηροῦσαν καὶ τὰ ἰδανικὰ τῆς ἱπποσύνης μὲ συνεχὴ ἐξάσκηση στὰ ὅπλα, διοργάνωση ἱπποτικῶν ἀγώνων, ἀπόδοση τιμῆς στὶς εὐγενεῖς κυρίες, ἐπίδειξη θάρρους στὴ μάχη κτλ. Ὅπως εὔκολα ἀντιλαμβάνεται κανεὶς οἱ δύο αὐτὲς ἰδιότητες δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ συνδυαστοῦν μὲ ἀποτέλεσμα σύντομα τὰ τάγματα αὐτά, παρὰ τὸν μοναστικὸ χαρακτήρα τους καὶ παρὰ τὰ ἱπποτικὰ ἰδανικὰ ποὺ πρέσβευαν τὰ μέλη τους, νὰ γίνουν πόλος ἕλξης γιὰ τυχοδιῶκτες, ἐγκληματίες, φυγόδικους καὶ μικροευγενεῖς ποὺ μὲ τὴν λαφυραγώγηση προσπαθοῦσαν νὰ ἀποκτήσουν περιουσία δημιουργώντας πλῆθος σοβαρῶν προβλημάτων.

Σὲ αὐτὸ τὸ δυσχερὲς πλαίσιο πρέπει νὰ προσθέσουμε καὶ τὸ ὅτι ὁ ἐπίσημος προσανατολισμός τους παρέμενε θρησκευτικὸς καὶ κατὰ συνέπεια, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς μουσουλμάνους, ἤθελαν νὰ ἀποδυναμώσουν καὶ ὅλους τοὺς ἄλλους ὑποτιθέμενους ἐχθροὺς τῆς ρωμαιοκαθολικῆς ἐκκλησίας, καὶ ἐν προκειμένῳ, τοὺς ὀρθοδόξους κατοίκους τῶν νησιῶν τοῦ Αἰγαίου.

Ἔτσι, οἱ Μεγάλοι Μάγιστροι τοῦ Τάγματος, ποὺ εἶχαν ἕδρα τὴ Ρόδο, προσπάθησαν μὲ ὅλες τους τὶς δυνάμεις νὰ ὀχυρώσουν τὰ νησιά, νὰ καθυποτάξουν τοὺς κατοίκους καὶ νὰ ἐπιβάλουν τὸν ρωμαιοκαθολικισμὸ στὸ ὀρθόδοξο ποίμνιο. Γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὸ σκοπό τους, ἐπειδὴ δὲν ἤθελαν νὰ προχωρήσουν σὲ ἀνοικτὴ σύγκρουση μὲ τὸν πληθυσμὸ τῶν νησιῶν, μετῆλθαν ἠπιότερα ἀλλὰ δραστικὰ μέσα. Τὸ πρῶτο καὶ κυριότερο ἦταν ἡ ἀπαγόρευση πρὸς τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο νὰ τοποθετεῖ ἐπισκόπους στὰ νησιὰ ἐκτὸς ἀπὸ τὴ Ρόδο.

Ἤδη ἀπὸ τὰ πρῶτα χρόνια τῆς Ἱπποτοκρατίας δὲν ἐπέτρεπαν νὰ ἐγκατασταθοῦν στὴν Κῶ οἱ ἐπίσκοποι ποὺ εἶχε ἐκλέξει καὶ χειροτονήσει τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, τὸ ὁποῖο μὴ ἔχοντας ἄλλη ἐπιλογὴ παραχωροῦσε τὴν ἀρχιεπισκοπὴ Κώου «κατ᾿ ἐπίδοσιν» σὲ ἄλλους ἐπισκόπους τῆς περιοχῆς (Σίδης, Μυρέων, Πέργης καὶ Ἀτταλείας κλπ). Τὸ 1452 τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἔδωσε τὸν τίτλο τοῦ ἀρχιεπισκόπου Κώου στὸν Ρόδου Ναθαναήλ, ὥστε νὰ λυθεῖ τὸ ποιμαντικὸ πρόβλημα τοῦ νησιοῦ. Ὅταν ὅμως, ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ναθαναήλ (1437-1455), ὁ ὁποῖος ἦταν φιλενωτικὸς καὶ εἶχε συμμετάσχει στὴ Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας, ἀπευθύνθηκε στὸν Μέγα Μάγιστρο τῶν Ἰωαννιτῶν ἐκεῖνος ἀρνήθηκε νὰ ἐγκρίνει τὴν προσθήκη τοῦ τίτλου, ἡ ὁποία θὰ ἔλυνε, προσωρινὰ ἔστω, τὸ πρόβλημα. Ἡ μόνη δυνατότητα ποὺ τοῦ προσέφερε ἦταν νὰ τοῦ ἐπιτρέπει, γιὰ περιορισμένο χρονικὸ διάστημα καὶ ἔπειτα ἀπὸ εἰδικὴ ἄδεια, νὰ ἐπισκέπτεται τὴν Κῶ καὶ τὰ ἄλλα νησιὰ γιὰ νὰ τελεῖ τὰ λατρευτικά, κατηχητικὰ καὶ ποιμαντικά του καθήκοντα.

Τὸ δεύτερο μέτρο ποὺ χρησιμοποίησαν γιὰ νὰ ἐλέγξουν τοὺς ὀρθοδόξους ἐπισκόπους καὶ νὰ περιορίσουν τὴν δράση τους ἦταν ὅτι οἱ ἱππότες ὑποχρέωσαν τὸν Μητροπολίτη Μητροφάνη νὰ προχωρήσει στὴν ὑπογραφή, τὸ καλοκαίρι τοῦ 1474, συμφωνίας μὲ τὸν λατίνο ἀρχιεπίσκοπο Ρόδου τὸν δομηνικανὸ Julianus de Ubaldinis. Ἡ συμφωνία αὐτὴ οὐσιαστικὰ καθιστοῦσε τοὺς ὀρθοδόξους ὑποτελεῖς τῶν λατίνων καὶ ἦταν ἰδιαίτερα ἐπαχθής, πολὺ χειρότερη ἀπὸ τὶς συμφωνίες τοῦ Αὐγούστου τοῦ 1455.

Ἔχοντας ὑπόψη μας αὐτὸ τὸ χρονικὸ καὶ ἱστορικὸ πλαίσιο μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε τὴ σχέση τοῦ Μητροπολίτου Μητροφάνους μὲ τὴν Κῶ. Ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ρόδου εἶχε ὑπὸ τὴν πνευματική του εὐθύνη τὴν Κῶ καὶ τὴν ποίμαινε μὲ ἐπισκέψεις ποὺ πραγματοποιοῦσε σὲ αὐτὴ μετὰ ἀπὸ ἄδεια τῶν Ἰωαννιτῶν Ἱπποτῶν.

Ἡ ἐπιγραφὴ τοῦ ναοῦ τῆς Ὁσίας Μελοῦς στὴ Βουρρίνα τῆς Κῶ χαράχθηκε γιὰ νὰ σημειώσει κάποιο σημαντικὸ γεγονός ποὺ σχετίζεται μὲ τὸ ναὸ καὶ τὴν Ὁσία. Οἱ ὑπάρχουσες μαρτυρίες δὲν μᾶς ἐπιτρέπουν νὰ τὸ προσδιορίσουμε μὲ ἀκρίβεια, ἀλλά, δεδομένου τοῦ ἱστορικοῦ πλαισίου, φαίνεται ὅτι σχετίζεται μὲ κάποια ποιμαντικὴ ἐπίσκεψη τοῦ Μητροπολίτου Ρόδου Μητροφάνους Αʹ, ὁ ὁποῖος μὲ αὐτὴ τὴν ἀφορμὴ ἐνεπνεύσθη καὶ συνέθεσε τὰ σωζόμενα πέντε στιχηρά, τὰ ὁποῖα ἀποδίδονται στὴ γραφίδα του.

Τὴν ὑπόθεση τῆς ἐπὶ τόπου ἐπισκέψεως τοῦ Μητροπολίτου Ρόδου Μητροφάνους ἐνισχύει ἡ ἀναφορὰ τῆς ἐπιγραφῆς στὸ μῆνα Ἰούλιο, καθὼς κατὰ τοὺς καλοκαιρινοὺς μῆνες ἡ ναυσιπλοΐα ἦταν πολὺ εὐκολότερη, ἀσφαλέστερη καὶ ἀνετότερη, ἀλλὰ κυρίως ἡ βεβαιότητα ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ τὴν μελέτη τῶν στιχηρῶν ὅτι ὁ συντάκτης τους γνώριζε ὡς αὐτόπτης τὴν περιοχὴ τῆς Βουρρίνας. Πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτὴ κινεῖται καὶ ὁ ὀνοματικὸς προσδιορισμὸς τῆς περιοχῆς τῆς «Βουρρίνας» στὸ μεσαιωνικὸ χειρόγραφο ποὺ περιέχει τὰ στιχηρὰ καὶ ὄχι μία γενικόλογη ἀναφορὰ τοῦ τύπου «Τῆς ὁσίας μητρὸς ἡμῶν Μελοῦς τῆς ἐν τῇ Κῷ στιχηρά».

Ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ρόδου εἶχε ὑπὸ τὴν εὐθύνη καὶ τὴν ποιμαντικὴ μέριμνά του τὴν Μητρόπολη Κώου ἀγωνιζόμενος νὰ καλύψει τὰ κενὰ ποὺ ἄφηνε ἡ ἀδιαλλαξία καὶ ἡ σκληρότητα τῶν Ἰωαννιτῶν Ἱπποτῶν. Ἡ μορφὴ τῆς Ὁσίας Μελοῦς φαίνεται ὅτι ἦταν ἰδιαίτερα ἀγαπητὴ στὴν Κῶ καὶ οἱ διηγήσεις ποὺ ὁ Μητροπολίτης Μητροφάνης ἄκουσε γιὰ τὸ βίο, τὴν προσφορὰ καὶ τὰ θαύματά της τὸν ἐνέπνευσαν ὁδηγώντας τον νὰ ἀξιοποιήσει τὸ συγγραφικό του ταλέντο γιὰ νὰ ὑμνήσει καὶ νὰ τιμήσει τὸ ἄξιο τέκνο τοῦ νησιοῦ.

Μελετώντας τὴν ἱστορία τῆς ὑπόδουλης Δωδεκανήσου, μᾶς κάνει ἐντύπωση ἡ διαρκὴς καὶ ἀνύστακτη μέριμνα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τὸ ὁποῖο, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἀπὸ τὸ 1453 καὶ ἔπειτα ἦταν καὶ αὐτὸ ἐν αἰχμαλωσίᾳ, φρόντιζε μὲ μητρικὴ ἀγάπη τὶς ἐπαρχίες του ἀγωνιώντας γιὰ τὴν ἀδιάσπαστη συνέχεια παρουσίας ἐπισκόπων σὲ αὐτὲς παρὰ τὰ πολλὰ καὶ σημαντικὰ ἐμπόδια.

Αὐτὴ ἡ μέριμνα διετήρησε καὶ συνεχίζει νὰ διατηρεῖ ἄσβεστη καὶ ζῶσα τὴν παρουσία τῆς ὀρθοδοξίας στὰ νησιά μας δείχνοντας ὅτι ἡ πίστη στὸ Θεό, ἡ μεθοδικότητα στὴν ἀντιμετώπιση τῶν προβλημάτων καὶ ἡ εὐελιξία στὴν ἀναζήτηση λύσεων μποροῦν νὰ ἀντιπαλέψουν μὲ ἐπιτυχία κάθε δυσχέρεια καὶ κάθε ἐμπόδιο.

Μὲ τὴν ἴδια φροντίδα καὶ διάκριση κινήθηκε ἡ Μητέρα Ἐκκλησία καὶ κατὰ τὴν πρόσφατη περίοδο τῆς Ἰταλοκρατίας στὰ νησιά μας (1912-1943). Καὶ πάλι, στόχος τῶν κατακτητῶν ἦταν ἡ μεθόδευση τῆς ἀπώλειας τῆς ορθόδοξης συνειδήσεως τῶν δωδεκανησίων καὶ ὁ ἀφελληνισμὸς τῶν νησιῶν. Καὶ σ᾿ αὐτὴ τὴν περίπτωση ὅμως, τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο προστάτευσε καὶ πάλι ἀφ᾿ ἑνὸς αὐτὴ τὴν ὀρθόδοξη συνείδηση καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου τὴν ἀδιατάρακτη, ἀπὸ αἰώνων ὑπάρχουσα, σύνδεση τῆς Δωδεκανήσου μὲ τὴν Μητέρα Ἐκκλησία. Μὲ τὶς σοφὲς καὶ διορατικὲς ἐπιλογὲς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἡ ἑνότητα τῶν νησιῶν μὲ τὸ ἐν Κωνσταντινουπόλει Ἱερὸ Κέντρο καὶ μεταξύ τους διατηρήθηκε ἀρραγὴς μέχρι τὴν Ἐνσωμάτωση μὲ τὴν Ἑλλάδα.
Ξεχωριστὸ ρόλο στὴ διατήρηση τῆς ἑνότητας αὐτῆς διαδραμάτισε ὁ Ἀρχιμανδρίτης Φιλήμων Φωτόπουλος (1875-1961), ὁ ὁποῖος ἂν καὶ δὲν ἦταν ἐπίσκοπος, ἀνέλαβε ἀπὸ τὴν κοίμηση τοῦ Μητροπολίτου Κώου Ἀγαθαγγέλου Ἀρχύτα (1908-1924) τὰ δυσχερέστατα καὶ βαρύτατα καθήκοντα τοῦ Πατριαρχικοῦ Ἐπιτρόπου στὴν Κῶ ἀρχικὰ καὶ στὴν Κάλυμνο (ἀπὸ τὸ 1937) καὶ τὴ Ρόδο ἐν συνεχείᾳ. Τὶς εὐθύνες αὐτὲς διετήρησε ἐπὶ σειρὰ ἐτῶν, ἀπὸ τὸ 1924 μέχρι τὸ 1947, ὅταν τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἐξέλεξε καὶ ἀπέστειλε στὴν ἐλεύθερη πλέον Κῶ τὸν Νισύριο στὴν καταγωγὴ Μητροπολίτη Κώου Ἐμμανουὴλ Καρπαθίου (1947-1967).

Ἔτσι, ἡ Ἱερὰ Μητρόπολις Κώου «ἀνταπέδωσε», κατὰ κάποιον τρόπο, τὶς εὐεργεσίες ποὺ εἶχε δεχθεῖ κατὰ τὴν περίοδο τῆς Ἱπποτοκρατίας ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Μητροφάνη καὶ τοὺς ἄλλους ἐπισκόπους τῆς Ρόδου.

Εἶναι πολὺ σημαντικὸ γιὰ ὅλους μας νὰ συνειδητοποιοῦμε τὴ δύναμη ποὺ μᾶς δίνει ἡ ἑνότητα γιὰ τὴν ἀπὸ κοινοῦ ἀντιμετώπιση τῶν ἀναφυομένων προβλημάτων. Οἱ πρόγονοί μας, ὄχι μόνο κατόρθωσαν νὰ διατηρήσουν ὅσα παρέλαβαν, ἀλλά, ἂν καὶ ζοῦσαν σὲ ἀντίξοες συνθῆκες, πέτυχαν νὰ πλουτίσουν τὴν κληρονομιά τους.

Κάθε ἐπισκοπὴ εἶναι ἕνας ζωντανὸς ὀργανισμὸς ὁ ὁποῖος ζωογονεῖται ἀπὸ τὴν σύναξή του γύρω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ τὴν προσφορὰ ἀπὸ τὸν ποιμένα, τὸν Ἐπίσκοπο, τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Γύρω ἀπὸ αὐτὸν συγκεντρώνονται ὅλοι, οἱ κληρικοὶ καὶ ὁ πιστὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ λάβουν Ζωὴ ἀπὸ τὰ χέρια του καὶ νὰ προχωρήσουν ἑνωμένοι πρὸς τὴ σωτηρία.

Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι οἱ κατακτητὲς προσπάθησαν νὰ ἀποστερήσουν τὰ νησιά ἀπὸ τὴν παρουσία ἐπισκόπου, καθὼς ὁ ἐπίσκοπος εἶναι τὸ ὁρατὸ σημεῖο πρὸς τὸ ὁποῖο στρέφονται ὅλοι, κλῆρος καὶ λαός, γιὰ νὰ στηριχθοῦν στὶς δυσκολίες, νὰ ἐνισχύσουν τὴν πίστη τους καὶ νὰ κατηχηθοῦν στὸ λόγο τοῦ Θεοῦ.

Ἡ ἀλληλεγγύη, ὅπως ἐκφράστηκε μὲ τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ Μητροπολίτου Ρόδου Μητροφάνους πρὸς τὴν Κῶ καὶ τὴ συγγραφὴ τῶν τροπαρίων γιὰ τὴν Ὁσία Μελώ, ἀποτελεῖ σημαντικὸ χαρακτηριστικὸ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Σχετίζεται μὲ τὴν ἐπιθυμία τοῦ ἐπισκόπου νὰ σώσει κάθε μέλος τοῦ ποιμνίου, ἀκόμη καὶ ὅταν αὐτὸ ἀνήκει σὲ μία ἄλλη Μητρόπολη, ἡ ὁποία εἶναι ἐμπερίστατη.

Κλείνοντας θὰ ἤθελα νὰ τονίσω ὅτι ἡ καταγεγραμμένη συνεισφορὰ τῶν ἐπισκόπων τῆς Ρόδου πρὸς τὴν Ὁσία Μελὼ δὲν σταματᾶ μὲ τὴν σεπτὴ μορφὴ τοῦ Μητροπολίτου Μητροφάνους. Ἕνας ἄλλος ἐπίσκοπος τούτου τοῦ νησιοῦ ἀνέλαβε νὰ συμπληρώσει τὸ ἔργο τοῦ προκατόχου του. Τὸ καλοκαίρι τοῦ 2011, τὸ πρῶτο Σάββατο τοῦ Ἰουλίου, ἐψάλη στὸν Ἱερὸ Ναὸ τῆς Ὁσίας Μελοῦς στὴ Βουρρίνα, ἐκεῖ ποὺ ἀσκήθηκε καὶ ἐτάφη ἡ Ὁσία, ἡ ἀκολουθία της, τὴν ὁποία συνέγραψε ὁ ἀγαπητὸς ἀδελφὸς Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ρόδου κ. Κύριλλος ἐνσωματώνοντας σὲ αὐτὴ τὰ πέντε στιχηρὰ τοῦ Μητροπολίτου Ρόδου Μητροφάνους.

Μὲ τὴν ἀκολουθία αὐτὴ ὁλοκληρώνεται ἕνας κύκλος ἀγαπητικῆς καὶ φιλάδελφης προσφορᾶς καὶ ἐπωφελοῦς κατ᾿ ἄμφω ἐπικοινωνίας, ὁ ὁποῖος, ὅπως μαρτυροῦν τὰ στοιχεῖα, ξεκίνησε πρὶν ἀπὸ 550 περίπου ἔτη.

Σᾶς εὐχαριστῶ!

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Διακοπαναγιώτη Ναθαναήλ-Φιλίππου, Ἡ Ὁσία Μελώ στὴ Βουρρίνα τῆς Κῶ. Λαϊκὴ παράδοση καὶ λατρεία, Ἀθήνα: Ἐκδόσεις Ἁρμός, 2014.
Διακοπαναγιώτη Ναθαναήλ-Φιλίππου, Ὁ Ναὸς τῆς Ὁσίας Μελοῦς καὶ οἱ θεραπευτικὲς πηγὲς στὴ Βουρρίνα τῆς Κῶ (Πρόδρομη ἀνακοίνωση Μεταπτυχιακῆς Διπλωματικῆς Ἐργασίας στὴν 3η Ἀμφικτυονία Ἑταιρειῶν καὶ Συλλόγων Ἱστορίας Ἰατρικῆς καὶ Ἠθικῆς Δεοντολογίας μὲ θέμα «Ἱπποκρατικὴ Ἰατρικὴ Χθὲς-Σήμερα-Αὔριο, θεραπευτὲς θεοὶ καὶ Ἅγιοι, Ἀσκληπιεῖα», Κῶς 10-13 Ἰουνίου 2011), Τὰ Κωακὰ ΙΒ' (2012): 223-234 (καὶ ἀνάτυπο).
Halkin, François, Un Poème Liturique en l' honneur de Sainte Melo de Cos, Ἀνατύπωσις ἐκ τοῦ «Λειμῶνος», Προσφορᾶς εἰς τὸν Καθηγητὴν Ν. Β. Τωμαδάκην [ΕΕΒΣ ΛΘ' - Μ', 1972-1973], Ἐν Ἀθῆναις, Τυπογραφεῖον Ἀδελφῶν Μυρτίδη, 1973: 110-113 (Ἀνάτυπο).
Κωνσταντινίδου, Ἐμμανουὴλ Ἰ., Ἡ ἐν Δωδεκανήσῳ Ἐκκλησία. Α. Ἱστορικὴ ἐπισκόπησις (ἀπ' ἀρχῆς μἐχρι σήμερον). Β. Αἱ μητροπόλεις καὶ οἱ ἐπισκοπικοὶ κατάλογοι, Ἀθῆναι, 1970.
Μαρσέλλου, Ἑλένης, Ἡ Κῶς κατὰ τὴν Ἱπποτοκρατία, στὸν τ. «Ἱστορία τῆς Κῶ. Β΄ τόμος. Ἀπὸ τὰ ρωμαϊκὰ χρόνια μέχρι τὸ τέλος τῆς Ἱπποτοκρατίας», Κῶς: Ἔκδοση Νομαρχιακῆς Αὐτοδιοίκησης Δωδεκανήσου, Ἐπαρχεῖο Κῶ, 2001: 107-165.
Πανάγου, Μαρίας, Ἡ Κῶς κατὰ τὴ Βυζαντινὴ περίοδο, στὸν τ. «Ἱστορία τῆς Κῶ. Β΄ τόμος. Ἀπὸ τὰ ρωμαϊκὰ χρόνια μέχρι τὸ τέλος τῆς Ἱπποτοκρατίας», Κῶς: Ἔκδοση Νομαρχιακῆς Αὐτοδιοίκησης Δωδεκανήσου, Ἐπαρχεῖο Κῶ, 2001: 57-105.
Παπαχριστοδούλου, Χ. Ἰ., Ἱστορία τῆς Ρόδου. Ἀπὸ τοὺς προϊστορικοὺς χρόνους ἕως τὴν ἐνσωμάτωση τῆς Δωδεκανήσου (1948), Ἀθήνα: Δῆμος Ρόδου - Στέγη Γραμμάτων καὶ Τεχνῶν Δωδεκανήσου. Σειρὰ αὐτοτελῶν ἐκδόσεων ἀριθμὸς 1, 21994 (ἀνατύπωση 1997, α' ἔκδοση 1972).
Τσιρπανλῆ, Ζαχαρία Ν., Ἀνέκδοτα ἔγγραφα γιὰ τὴ Ρόδο καὶ τὶς Νότιες Σποράδες ἀπὸ τὸ ἀρχεῖο τῶν Ἰωαννιτῶν Ἱπποτῶν 1 (1421-1453). Εἰσαγωγή, διπλωματικὴ ἔκδοση, σχόλια, Ρόδος: Ἔκδοση Γραφείου Μεσαιωνικῆς Πόλης Ρόδου, 1995.
Τσιρπανλῆ, Ζαχαρία Ν., Ἡ Ρόδος καὶ οἱ Νότιες Σποράδες στὰ χρόνια τῶν Ἰωαννιτῶν Ἱπποτῶν (14ος - 16ος αἰ.). Συλλογὴ ἱστορικῶν μελετῶν, Ρόδος: Ἔκδοση Γραφείου Μεσαιωνικῆς Πόλης Ρόδου, 1991.
Τσιρπανλῆ, Ζαχαρία Ν., Τὸ βυζαντινὸ ἐκκλησάκι τῆς ὁσίας Μελοῦς στὴν Κῶ καὶ τὸ οἰκεῖο τοπωνύμιο, Δωδώνη ΚΖ/1 (1998): 39-42.