Ιερά Μητρόπολις Κω και Νισύρου

Ὅσιος Ἀρσένιος Σκηνούριος: μία μεγάλη μορφή τῆς Κῶ

Σάββατο, 08 Απρίλιος 2017

Τὸ κείμενο ποὺ ἀκολουθεῖ δημοσιεύθηκε στὶς σελίδες 4-6 τοῦ 44ου τεύχους τοῦ ἠλεκτρονικοῦ περιοδικοῦ τοῦ κ. Ζαχαρία Κουζούκα (e-Nῆσος Κῶς)

Ἕνα ἀπὸ τὰ σημαντικότερα κεφάλαια τῆς ἱστορίας τῆς Κῶ εἶναι ἡ Ὁσία μορφὴ τοῦ μοναχοῦ Ἀρσενίου Σκηνουρίου.

Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος Σκηνούριος, ἀπόγονος πλούσιας οἰκογένειας τῆς Κῶ μὲ πολλὰ κτήματα, ἐπηρέασε μὲ τὶς πράξεις καὶ τὶς ἐπιλογές του τὴν πορεία τοῦ μοναχισμοῦ στὸ Νοτιοανατολικὸ Αἰγαῖο. Ἔζησε κατὰ τὸν 11ο αἰῶνα. Ἦταν σύγχρονος τοῦ Ὁσίου Χριστοδούλου καὶ συνέβαλε στὸ πέρασμά του ἀπὸ τὸ ὄρος Λάτρος καὶ τὰ Μικρασιατικὰ παράλια στὸ Αἰγαῖο, ὅπου ὁ Ὅσιος μεγαλούργησε πρώτα στὴν Κῶ καὶ ἔπειτα στὴν Πάτμο.

Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος Σκηνούριος, μὲ τὴν μεγάλη πίστη του στὸν Θεὸ καὶ τὴν οἰκονομικὴ ἄνεση ποὺ διέθετε, τὸν προσκάλεσε ἀρχικὰ στὴν Στρόβιλο καὶ ἔπειτα στὴν Κῶ, ὅπου ἔκτισε σειρὰ σημαντικῶν μοναστηριῶν δίνοντας μεγάλη ὤθηση στὸν μοναχισμὸ τοῦ νησιοῦ.

Ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος (κατὰ κόσμον Ἰωάννης) γεννήθηκε γύρω στὸ 1020 κοντὰ στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας καὶ ἐκοιμήθη στὴν Εὔβοια στὶς 16 Μαρτίου 1093. Ἀπὸ μικρὸς ἐπιθυμοῦσε νὰ γίνει μοναχὸς καὶ πῆγε στὸ ὄρος Ὄλυμπος τῆς Βιθυνίας ὅπου τὸ 1043 πραγματοποίησε τὴν ἐπιθυμία του λαμβάνοντας τὸ ὄνομα Χριστόδουλος. Μετὰ ἀπὸ προσκύνημα στὴ Ρώμη καὶ στοὺς Ἁγίους Τόπους, πῆγε στὴν Παλαιστίνη καὶ ἔπειτα στὸ ὄρος Λάτρος, κοντὰ στὴ Μίλητο, ὅπου ἐντάχθηκε στὴ μοναστικὴ κοινότητα τῆς Θεοτόκου τοῦ Στύλου.

Ὁ μοναχισμὸς στὸ ὄρος Λάτρος βρισκόταν σὲ μεγάλη ἀκμὴ καὶ ὁ Ὅσιος διακρίθηκε στὴν πνευματικὴ ζωή. Σύντομα οἱ μοναχοὶ τοῦ Στύλου τὸν ἐξέλεξαν Ἡγούμενο τῆς Λαύρας. Ἡ φήμη του ἐξαπλώθηκε σὲ ὁλόκληρη τὴν αὐτοκρατορία καὶ τοῦ δόθηκε τὸ ἐπίθετο Λατρηνός.

Τὸν Μάρτιο τοῦ 1079 πῆγε στὴ Στρόβιλο‚ πόλη στὰ Μικρασιατικὰ παράλια ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Κῶ, ὅπου μετὰ ἀπὸ πρόσκληση τοῦ Σκηνουρίου ἐγκαταστάθηκε σὲ Μονὴ ποὺ εἶχε ἱδρύσει καὶ τοῦ ἀνῆκε. Γιὰ νὰ κατανοήσουμε τὴ θέση καὶ τὴ σημασία τοῦ Σκηνουρίου καὶ τῶν μονῶν του στὴν Βυζαντινὴ ἱστορία ἀρκεῖ νὰ θυμόμαστε ὅτι γι᾿ αὐτὲς ἐκδόθηκαν πολλὰ αὐτοκρατορικὰ ἔγγραφα ποὺ ρύθμιζαν διάφορα θέματα καὶ ἀντιμετώπιζαν ποικίλα προβλήματά τους.

Ἔτσι, λοιπόν, ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος ἀπὸ τὸ ὄρος Λάτρος πέρασε στὴ Στρόβιλο καὶ σὲ λίγους μῆνες στὴν Κῶ ὅπου ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος τὸν προσκάλεσε μὲ τὴν προτροπὴ νὰ διαλέξει ὅποιο ἀπὸ τὰ κτήματά του θεωροῦσε κατάλληλο καὶ νὰ κτίσει ἐκεῖ μονή. Γιὰ νὰ καταλάβουμε τί ἐννοοῦσε ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος Σκηνούριος πρέπει νὰ ἔχουμε στὸν νοῦ μας ὅτι τὰ κτήματά του δὲν μετριοῦνταν σὲ λίγα ἤ πολλὰ στρέμματα, ἀλλὰ ἦταν ὁλόκληρα τμήματα τῆς Κῶ, ὅπως γιὰ παράδειγμα αὐτὸ ποὺ σήμερα γνωρίζουμε ὡς Παλαιὸ Πυλί.

Πράγματι, ὁ Ὅσιος ἐξέτασε τὰ οἰκογενειακὰ κτήματα τοῦ μοναχοῦ Ἀρσενίου Σκηνουρίου, ἐντόπισε ἕναν μεγάλο ἀκατοίκητο λόφο μὲ πολλὰ φυσικὰ πλεονεκτήματα ποὺ οἱ κάτοικοι ὀνόμαζαν «Πήλιον» (τὸ σημερινὸ Παλαιὸ Πυλί) καὶ ἵδρυσε σὲ αὐτὸν τὴν Ἱερὰ Μονὴ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς ἐπιλεγομένης τῶν Καστριανῶν ἢ τοῦ Πηλέ. Ἡ Μονὴ ἔλαβε τὸ ὄνομα «Καστριανῶν» ἀπὸ τὸ ἐπιβλητικὸ φρούριο ποὺ διακρίνεται μέχρι σήμερα ἐρειπωμένο στὴν κορυφὴ τοῦ λόφου καὶ τὸ Καθολικό της πανηγυρίζει στὶς 2 Φεβρουαρίου (ἑορτὴ τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου).

Σύντομα ἡ Μονὴ ἐπανδρώθηκε μὲ πολλοὺς μοναχούς, ἐνῶ οἱ κάτοικοι τοῦ νησιοῦ προσέφεραν ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ κτήματα ποὺ προστέθηκαν στὴν πατρικὴ περιουσία τοῦ Σκηνουρίου, τὴν ὁποία ἐκεῖνος εἶχε ἤδη παραχωρήσει στὸν Ὅσιο Χριστόδουλο.

Ἀκόμη και σήμερα μᾶς ἐντυπωσιάζουν τὰ θερμὰ λόγια μὲ τὰ ὁποῖα μιλᾶ ὁ Ὅσιος γιὰ τὸν μοναχὸ Ἀρσένιο Σκηνούριο καὶ δείχνουν πόσο πολὺ τὸν ἐκτιμοῦσε: «Ἐκεῖσε δ’ οὖν ἐντυχῶν ἡμῖν ἀνὴρ εὐλαβὴς, θεοφιλὴς τὸν τρόπον, ἐπιεικὴς τὴν γνώμην, σεμνὸς τὸ εἶδος, τὸ ἦθος κόσμιος, μοναχὸς τὸ σχῆμα, τὴν κλῆσιν Ἀρσένιος, τὴν ἐπωνυμίαν Σκηνούριος» (σὲ ἐλεύθερη ἀπόδοση: «ἐκεῖ, λοιπόν, συναντήσαμε ἕναν εὐλαβῆ ἄνδρα ποὺ ἀγαποῦσε τὸν Θεό, γεμάτο μὲ καλοσύνη, σεμνότητα καὶ ἦθος, ὁ ὁποῖος ἦταν μοναχὸς καὶ ὀνομαζόταν Ἀρσένιος Σκηνούριος»).

Ἀμέσως μετὰ τὴν ἐπιλογὴ τῆς τοποθεσίας ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος, μὲ τὴν ὁλοπρόθυμη συμπαράσταση τοῦ Ὁσίου Ἀρσενίου Σκηνουρίου, ξεκίνησε μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις τὴν ἀνοικοδόμηση Μονῆς.

Παρὰ τὴν ἄριστη συνεργασία τῶν δύο ἀνδρῶν, λίγο μετὰ τὴν ἔναρξη τοῦ ἔργου, ὁ μοναχὸς Ἀρσένιος Σκηνούριος ἐγκατέλειψε τὴ Μονὴ καὶ ἔφυγε νύχτα γιὰ τὴν Ἰερουσαλὴμ χωρὶς νὰ ξαναγυρίσει.

Στὴν «Ὑποτύπωση» (δηλαδὴ τὴν πνευματικὴ διαθήκη) τοῦ Ὁσίου διασώζεται ἡ ἄκρως ἐπαινετικὴ γνώμη ποὺ εἶχε γιὰ τὸν Ὅσιο Ἀρσένιο Σκηνούριο καὶ συμπεραίνουμε ὅτι ὁ τελευταῖος γνωρίζοντας πὼς εἶχε ἀφήσει τὴ Μονὴ Καστριανῶν σὲ σταθερὰ καὶ ἄξια χέρια ἀνεχώρησε γιὰ νὰ ἀσκηθεῖ μὲ ταπείνωση στὴν Ἁγία Γῆ, ἡ ὁποία ἀποτελοῦσε προσφιλῆ τόπο ἀσκήσεως ἤδη ἀπὸ τὰ πρῶτα χριστιανικὰ χρόνια.

Μετὰ τὴν ἀναχώρησή του ἀπὸ τὴν Κῶ ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος ἔμεινε μόνος στὸ πηδάλιο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τῶν Καστριανῶν. Φροντίδα καὶ μέριμνά του ἦταν νὰ τὴν ἐνισχύσει μὲ κτήματα καὶ σταθερὰ ἔσοδα ἀπὸ τὸ κρατικὸ ταμεῖο. Γι᾿ αὐτὸ ἐπεδίωξε καὶ πέτυχε τὴν ἔκδοση σχετικοῦ «χρυσοβούλλου λόγου» ἀπὸ τὸν Αὐτοκράτορα Ἀλέξιο Α΄ Κομνηνὸ (1081-1118) τὸν Μάρτιο τοῦ 1085. Δὲν ἀρκέστηκε, ὅμως, σὲ αὐτό. Τὸ καλοκαίρι τοῦ 1087 ἐπισκέφθηκε τὸν Αὐτοκράτορα στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ δωρίσει στὴ Μονὴ τὸ νησὶ Λειψὼ καὶ ἀπὸ τὴ Λέρο τὰ «προάστια» «Παρθένιον» καὶ «Τεμένια» καὶ τὸ μισὸ κάστρο τοῦ «Παντελίου» μὲ ὅλες τὶς προσόδους του, κάτι ποὺ ἔγινε.

Ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος γρήγορα διαπίστωσε ὅτι οἱ μοναχοὶ ἐνοχλοῦνταν ἀπὸ τὴ συναναστροφὴ μὲ τοὺς κατοίκους τῆς περιοχῆς καὶ ἀποφάσισε νὰ μετακινηθεῖ καὶ πάλι. Ἐπιλογή του αὐτὴ τὴ φορὰ ἦταν ἡ νῆσος Πάτμος, τόπος ἄγονος καὶ χέρσος, ἐρημικός, ἐρειπωμένος ἀπὸ τὶς ἐπιθέσεις τῶν πειρατῶν‚ ἀπροσπέλαστος γιὰ τὰ ἐμπορικὰ πλοῖα, μὲ σχετικὴ ἀσφάλεια ἀπὸ τὶς ἐπιδρομές τῶν Τούρκων. Πέραν τούτων‚ ἡ Πάτμος ἦταν ἰδιαίτερα σημαντικὴ γιὰ κάθε χριστιανό, καθὼς ἐκεῖ ἔζησε ἐξόριστος καὶ συνέγραψε τὴν Ἀποκάλυψη ὁ Ἀπόστολος καὶ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος.

Τὴν ἄνοιξη τοῦ 1088 μὲ συμπαραστάτη του τὸν Θεὸ πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ προσέφερε τὴν ἀκίνητη περιουσία τῆς Μονῆς τῶν Καστριανῶν στὴν Κῶ καὶ στὴ Στρόβιλο (ἀπὸ τὰ κτήματα τῆς ἐκεῖ Μονῆς, τὴν ὁποία ὁ κτήτορας Ὅσιος Ἀρσένιος Σκηνούριος εἶχε παραχωρήσει στὸν Ὅσιο) στὸν Αὐτοκράτορα Ἀλέξιο Α΄ Κομνηνὸ ζητώντας νὰ τὴν ἀνταλλάξει μὲ τὴ νῆσο Πάτμο. Ὁ Αὐτοκράτορας δέχτηκε γιατὶ ἡ Πάτμος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν Κῶ ποὺ ἦταν πολὺ εὔφορη, ἦταν ἐντελῶς ἔρημη, καὶ ἔσπευσε στὴν ἔκδοση σχετικοῦ «χρυσοβούλλου λόγου», τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1088, μὲ τὸν ὁποῖο τοῦ παραχωροῦσε τὸ νησὶ καὶ ὅριζε νὰ περιέλθουν στὸ δημόσιο (στὴν Ἱερὰ Μονὴ Παντοκράτορος στὴν Κωνσταντινούπολη) τὰ ἀκίνητα τῆς Κῶ ποὺ ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος Σκηνούριος εἶχε παραχωρήσει γιὰ τὴν οἰκοδόμηση τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παναγίας Καστριανῶν.

Μετὰ τὴν ὑπογραφὴ τοῦ «χρυσόβουλλου λόγου» ὁ Ὅσιος ἀνεχώρησε γιὰ τὴν Κῶ συνοδευόμενος ἀπὸ τὸν κρατικὸ ἀπογραφέα Νικόλαο Τζάντζη, ὁ ὁποῖος παρέλαβε γιὰ τὸ δημόσιο τὰ κτήματα στὴν Κῶ καὶ στὴ Στρόβιλο.

Ὁ Ὅσιος καὶ ἡ συνοδεία του ἔφυγαν ἀπὸ τὴν Κῶ, ἐγκαταστάθηκαν στὴν Πάτμο καὶ ξεκίνησαν τὴν ἀνέγερση Ἱερᾶς Μονῆς. Δυστυχῶς ὅμως δὲν παρέμειναν πολὺ σὲ αὐτή. Τὸν Μάιο τοῦ 1092‚ ἐπειδὴ ἀντιμετώπιζαν ἄμεσο κίνδυνο ἀπὸ τὶς Τουρκικές ἐπιδρομές‚ κατέφυγαν γιὰ ἀσφάλεια στὴν Εὔβοια. Ἐκεῖ στὶς 10 Μαρτίου τοῦ ἔτους 1093 ὁ Ὅσιος κάλεσε τὸν πρεσβύτερο καὶ νοτάριο (συμβολαιογράφο) Εὐρίπου Γεώργιο Στροβηλίτη καὶ ἄλλους ἑπτὰ ἀξιωματούχους γιὰ νὰ ὑπογράψουν ὡς μάρτυρες τὴ Διαθήκη του. Σὲ αὐτὴ ὑπέδειξε ὡς διάδοχό του τὸν Ὅσιο Ἀρσένιο Σκηνούριο‚ τὸν ὁποῖο ὅριζε γενικὸ κληρονόμο του καὶ στὸν ὁποῖο μεταβίβαζε τὴ Μονὴ τῆς Πάτμου, ἀναγνωρίζοντας τὴ μεγάλη προσφορὰ τοῦ Κώου συνασκητή του‚ γιὰ τὸν ὁποῖο αἰσθανόταν μέχρι τέλους μεγάλη εὐγνωμοσύνη γιὰ τὴ συμπαράσταση καὶ τὴ στήριξη ποὺ προσέφερε στὴν ἀνέγερσή της. Ὅρισε δὲ ὅτι στὴν περίπτωση ποὺ ὁ μοναχὸς Ἀρσένιος Σκηνούριος δὲν ἐπέστρεφε στὴν Παναγία τῶν Καστριανῶν‚ ὅπως τελικὰ ἔγινε, ἡγούμενος θὰ ἀναδεικνυόταν ὁ χαρτουλάριος καὶ πατριαρχικὸς νοτάριος Θεοδόσιος.
Α

ὐτὴν τὴν τεράστια κληρονομιά, τῶν Ἁγίων καὶ τῶν Αὐτοκρατόρων, κουβαλᾶμε σήμερα στοὺς ὤμους μας ὅλοι ἐμεῖς ποὺ σήμερα ζοῦμε στὴν Κῶ. Εὐθύνη καὶ καθῆκον μας εἶναι ὄχι μόνο νὰ διατηρήσουμε, ἀλλὰ ὅπου μποροῦμε νὰ ἐμπλουτίσουμε, νὰ συμπληρώσουμε, νὰ βελτιώσουμε αὐτὰ ποὺ παραλάβαμε ἀπὸ τὰ χέρια τῶν προγόνων μας. Σὲ αὐτὴ τὴν προσπάθεια πρωτοστατεῖ ἡ ἀκούραστη καὶ δυναμικὴ ὁμάδα τῶν «Μαύρων Λύκων», ἡ ὁποία προστρέχει σὲ κάθε παράκλησή μας κτίζοντας, καθαρίζοντας, ὀργανώνοντας, μεταφέροντας ὑλικὰ καὶ ἀνθρώπους, συμπαραστεκόμενη μὲ κάθε τρόπο στὸ ἔργο τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ Ἱερὰ Μητρόπολις Κώου καὶ Νισύρου σὲ ἄμεση καὶ ἀγαστὴ συνεργασία μὲ τὴν 4η Ἐφορεία Βυζαντινῶν Ἀρχαιοτήτων καὶ τὴν Προϊσταμένη τῆς Ὑπηρεσίας κυρία Μαρία Μιχαηλίδου, ἀγωνίζεται νὰ συντηρήσει, νὰ ἀνακαινίσει καὶ νὰ ἐξωραΐσει τὰ προσκυνήματα τοῦ Παλαιοῦ Πυλιοῦ, μὲ κορυφαῖο ἀνάμεσά τους τὸν Ἱερὸ Ναὸ τῆς Παναγίας τῶν Καστριανῶν, τὸ Καθολικὸ (δηλαδὴ τὸν κεντρικὸ ναὸ) τῆς Μονῆς ποὺ ἔκτισε τὸ 1080 μ.Χ. ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος. Ὁ ναὸς αὐτός, μάλιστα, συντηρήθηκε τὸ 2005 ἀπὸ τὴν 4η Ἑφορεία μὲ ὑπεύθυνη τοῦ ἔργου τὴν ἀρχαιολόγο κυρία Σοφία Ντιντιούμη.

Τὴν παραμονὴ τῆς ἑορτῆς εἶχα καὶ ἐφέτος τὴ χαρὰ νὰ τελέσω τὸν Πανηγυρικὸ Ἑσπερινό, νὰ διανυκτερεύσω στὸ κελλὶ ποὺ συντηρήθηκε μαζὶ μὲ τὸ μικρὸ ἀρχονταρίκι ποὺ χρησιμοποιεῖται στὸ πανηγύρι, καὶ τὴν ἑπομένη, ἀνήμερα τῆς Ὑπαπαντῆς, νὰ λειτουργήσω στὸν Ναὸ τῆς Παναγίας.

Ὅπως κάθε χρόνο, ἔτσι καὶ τούτη τὴ χρονιὰ τὰ συναισθήματά μου ἦταν ποικίλα καὶ δυνατά: συγκίνηση ποὺ ἀξιώθηκα νὰ ζήσω καὶ πάλι γιὰ λίγο στὸν τόπο ποὺ οἱ πατέρες μας ἁγίασαν μὲ τὶς προσευχὲς καὶ τὴν ἄσκησή τους· ὑπερηφάνεια γιὰ τὸ ἔργο τῶν παιδιῶν μου ποὺ ἀγωνίζονται γιὰ τὸν τόπο μας· χαρὰ γιὰ τὴν ἄνετη ἐπικοινωνία μὲ τὰ πλήθη τῶν προσκυνητῶν, ἀλλὰ πάνω ἀπ᾿ ὅλα εὐγνωμοσύνη στὸν Θεὸ ποὺ στηρίζει τὸ κάθε μας βῆμα, εὐλογεῖ τὴν κάθε μας προσπάθεια καὶ πολλαπλασιάζει τὴν ἀγάπη γύρω μας!

Ἀναμφίβολα τὸ φορτίο εἶναι βαρὺ γιὰ τοὺς ὤμους μας. Ὅμως, μὲ τὴν ὑπομονὴ στὶς δυσκολίες καὶ τὴν πίστη στὸν Θεὸ μποροῦμε νὰ τὸ σηκώσουμε καὶ νὰ ἀνταποκριθοῦμε στοὺς κόπους καὶ τοὺς ἀγῶνες τῶν πατέρων μας καὶ τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ εἶναι πολὺ ὡραῖο τὸ ὅτι οἱ ἐποχὲς ἀλλάζουν, ὁ πολιτισμὸς ἐξελίσσεται, ἡ τεχνολογία διευκολύνει τὴ ζωή μας, ἀλλὰ ἡ ἀγάπη καὶ ἡ πίστη ποὺ ἔδειχναν οἱ πρόγονοί μας δὲν ἀλλαξαν καὶ δὲν πρόκειται νὰ ἀλλάξουν ποτέ.